Αλ. Ζυγούρης, ο γλύπτης που δαμάζει την ύλη ζώντας ασκητικά στην άκρη του Αιγαίου

Τον χαιρετάνε κι αυτοί. Κάποιοι τον γνωρίζουν από παλιά. Κάποιοι τον γνώρισαν φέτος. Είναι ένας αποχαιρετισμός γεμάτος ένταση και πάθος. Όπως

Αλ. Ζυγούρης, ο γλύπτης που δαμάζει την ύλη ζώντας ασκητικά στην άκρη του Αιγαίου
Αλ. Ζυγούρης, ο γλύπτης που δαμάζει την ύλη ζώντας ασκητικά στην άκρη του Αιγαίου

Τον χαιρετάνε κι αυτοί. Κάποιοι τον γνωρίζουν από παλιά. Κάποιοι τον γνώρισαν φέτος. Είναι ένας αποχαιρετισμός γεμάτος ένταση και πάθος. Όπως αποχαιρετούν τα μικρά παιδιά με τον αυθορμητισμό που τα διακρίνει. Είναι ένας αποχαιρετισμός όχι πικρός, αλλά σίγουρα στενάχωρος.

Και ο κόσμος που ταξιδεύει και  η ασκητική αυτή ανθρώπινη μορφή αφήνουν πίσω τους από κάτι. Ίσως αναμνήσεις, ίσως την αίσθηση της ελευθερίας, την ανίκητη αίσθηση του καλοκαιριού που φεύγει, ίσως την ικανοποίηση της γνωριμίας με έναν άνθρωπο που ζει όπως θέλει. Χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς πρέπει, χωρίς δήθεν, χωρίς προσχήματα. Ζει αληθινά, λιτά, όμορφα. 
Αυτή είναι η ζωή του Αλέξανδρου Ζυγούρη, του γλύπτη του Καστελλόριζου, του «άγιου» όπως τον αποκαλούν ορισμένοι. Ο ίδιος πάντως αναρωτιέται «τι σχέση έχω εγώ με τους αγίους, επειδή περπατώ ξυπόλητος. Εξάλλου, τους αγίους τους ζωγραφίζουν με παπούτσια».

Ο Αλέξανδρος ζει στο Καστελλόριζο τα τελευταία τριάντα εννέα χρόνια, από το 1979 οπότε και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στο ακριτικό νησί. Το ατελιέ του είναι το σπίτι του, είναι ο χώρος όπου δημιουργεί και εκφράζεται. Το θολωτό κτίσμα κυριολεκτικά στην είσοδο του λιμανιού, πάνω στα βράχια, καλωσορίζει ή αποχαιρέτα κάθε επισκέπτη του νησιού, που ανεβασμένος στο κατάστρωμα του πλοίου σφραγίζει το μυαλό του με την πανέμορφη εικόνα της μικρής κοινωνίας του Καστελλόριζου.

Το ατελιέ του μοιάζει με παρεκκλήσι, δεν είναι όμως σίγουρα. Είναι ένας χώρος συνάθροισης και επικοινωνίας για όσους θελήσουν να τον ανακαλύψουν. Να απομακρυνθούν λίγα μέτρα από τη γραφικότητα του παραλιακού μετώπου και περπατώντας στην άκρη του λιμανιού να φτάσουν μέχρι το μονοπάτι που θα τους οδηγήσει πρώτα στην υπαίθρια γκαλερί του γλύπτη και μετά στον προσωπικό του κόσμο. Εκεί, ο Αλέξανδρος Ζυγούρης θα τους αποκαλυφθεί, αφού πρώτα τους καλωσορίσει θερμά και τους ευχαριστήσει με φωνή βραχνή, με λόγια κοφτά. Η ψηλή λεπτή φιγούρα του  δένει τόσο αρμονικά με την  απλότητα του χώρου και συνάμα τη ζεστασιά που χαρίζει το χρώμα  και η υφή της πέτρας που σκαλίζει. 

Φέτος, το ατελιέ του απέκτησε μια νέα μορφή, αφού κατάφερε να σκαλίσει στο πίσω μέρος του τον βραχώδη τοίχο, δημιουργώντας το πουλί της σοφίας, την κουκουβάγια, ενώ ίσα που αρχίζει να σκιαγραφείται και η εικόνα του ανθρώπου που συλλογίζεται, την οποία θα ολοκληρώσει  το επόμενο διάστημα.
Ο αδυσώπητος αγώνας του ανθρώπου

Το ΑΠΕ - ΜΠΕ ταξίδεψε στην άκρη του Αιγαίου, για το 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ιστορικού Ντοκιμαντέρ Καστελλόριζου «Πέρα από τα Σύνορα», που διοργανώνει το καθόλα δραστήριο Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών (ΙΔ.ΙΣ.ΜΕ.). Ορισμένες από τις θεματικές αφίσες του φεστιβάλ προτρέπουν τον επισκέπτη να επισκεφθεί το ατελιέ του Αλέξανδρου, να δει τα έργα του, να νιώσει την αύρα του και πραγματικά να θαυμάσει το λιμάνι του νησιού από την ομορφότερη γωνιά του.

Ο τρόπος ζωής του είναι συνυφασμένος με την τέχνη του. Απλός και λιτός, πάντα περπατάει ξυπόλητος στο βραχώδες νησί από άκρη σε άκρη, δίνοντας νόημα στον αδυσώπητο αγώνα του ανθρώπου, όπως λέει, «να φέρει το ασυνείδητο αντιμέτωπο με το συνειδητό», για τον ίδιο να δώσει σχήμα στην ύλη δαμάζοντας την πέτρα.

Η γλυπτική γι' αυτόν είναι η τέχνη της αφαίρεσης, για να μπορέσει ν’ αποκαλύψει την ουσία «όταν κοιτάζω έναν πέτρινο όγκο ψάχνω να βρω τι κρύβει μέσα του. Τότε αρχίζω ν’ αφαιρώ τα περιττά για να ξεκινήσει να φαίνεται η ζωτικότητά του».  Η κουβέντα μαζί του διακόπηκε πολλές φορές από τις επισκέψεις που δεχόταν. Άλλοι για να τον γνωρίσουν, άλλοι για να ξεναγηθούν, κάποιοι άλλοι για να του πουν μια καλημέρα και να βουτήξουν από εκεί στα καθάρια νερά της θάλασσας που σχεδόν γλύφει το ατελιέ του. Με όλους ευχάριστος, χαμογελαστός, πνευματώδης αλλά και αινιγματικός.

Στα 16 του χρόνια φεύγει από το πατρικό του στην Ήπειρο. Κατεβαίνει στην Αθήνα και σπουδάζει μηχανολόγος μηχανικός. Εργάζεται σε μια μεγάλη επώνυμη γερμανική εταιρεία και εμπλέκεται στο συνδικαλιστικό κίνημα. Απογοητεύεται από την έλλειψη συνέπειας λόγων και έργων που επιδεικνύουν οι συνάδελφοί του συνδικαλιστές. 

Στην Αθήνα όμως του αποκαλύπτεται η γοητεία και η ομορφιά της Τέχνης. Μ’ ένα φίλο του επισκέπτεται και γνωρίζει πολλές γκαλερί και εκθέσεις ζωγραφικής. Πάντα αυτοδίδακτος και πάντα ανήσυχος ζωγραφίζει κάποια λίγα έργα και τα πουλάει. Την τέχνη της γλυπτικής όμως την ανακάλυψε εξολοκλήρου μόνος του. Μέσα από τα βιβλία. Τεχνικές, πετρώματα, εργαλεία, όλα τα έμαθε μέσα από βιβλία και εγχειρίδια που προμηθεύονταν. Τα βιβλία ήταν και παραμένουν όμως και μια πηγή έμπνευσης για το δημιουργικό έργο του.

Η αναζήτηση, η επιθυμία να ταξιδέψει το μυαλό και να ζήσει ελεύθερος τον έφερε στο Καστελλόριζο. 
- Γιατί εδώ, τόσο άκρη; 

«Ήθελα να δω πως είναι να ζεις τόσο κοντά με κάποιον που θεωρείς εχθρό σου. Πως είναι να τον έχεις σχεδόν διπλά σου». 

Ωστόσο, ο Αλέξανδρος είναι λάτρης των νησιών και το ομολογεί με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια «στο χωριό μου βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους. Τίποτα νέο, τίποτα καινούργιο. Στα νησιά όλα είναι διαφορετικά. Τα πρόσωπα και οι εικόνες εναλλάσσονται. Στο Καστελλόριζο απ’ όλους όσους έρχονται εδώ να με δουν όλο και κάτι καινούργιο παίρνω.  Παίρνω τον πολιτισμό τους,  μοιράζομαι τις εικόνες τους, τις ιδέες τους. Έχω περισσότερα ερεθίσματα, περισσότερες προσλαμβάνουσες. Όλα αυτά λειτουργούν ως έμπνευση για μένα».

Η τέχνη δεν του έδωσε ποτέ λεφτά, ακόμα και όταν έβγαζε από τη δουλειά δεν του χρειάζονταν τόσα «δούλευα πολύ στην Αθήνα, έπιανα δωδεκάωρα, έκανα υπερωρίες  αλλά ποτέ δεν έμεναν λεφτά, λες και τα έχανα. Δεν πιστεύω στα λεφτά. Πέρα από την τέχνη δεν έχω κανένα άλλο πιστεύω. Δεν πιστεύω ούτε σε θεό ούτε σε δαίμονα» λέει χαμογελώντας.

Τα περιττά δεν έχουν αξία ούτε στη ζωή 
Ζει μόνο με όσα χρειάζεται, μόνο με τα απαραίτητα. Χωρίς ρεύμα, χωρίς έπιπλα. Όλη η οικοσκευή του είναι το ατελιέ του, τα έργα του. Το βράδυ σκαλίζει ή διαβάζει με λάμπες πετρελαίου. Ένα φανάρι προστατεύει το φαγητό του κι ένα μικρό ραδιοφωνάκι που παίζει πάντα το Δεύτερο Πρόγραμμα είναι η μοναδική συντροφιά του. «Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια δεν πιάναμε ούτε την ΕΡΑ», λέει με παράπονο, «στο νησί δε μπορούσαμε να πιάσουμε ελληνικό σταθμό. Είναι βαρβαρότητα αυτό». 

Σε μια γωνιά τα εργαλεία της δουλειάς του, κι ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο που ξεκίνησε να το δουλεύει. Τα λιγοστά περίτεχνα έργα του τα λούζει το φως του ήλιου που μπαίνει από ένα μικρό παράθυρο με σίδερα, το φεγγίτη και την ξύλινη πόρτα. Το δάπεδο και αυτό σκαλισμένο. Γεμάτο εικόνες, σύμβολα, μηνύματα. Σε μια γωνιά μια μικρή βιβλιοθήκη και δίπλα τα ρούχα του. 

Η επικοινωνία με τους Καστελλοριζιούς τώρα πλέον σχεδόν ανύπαρκτη. Από επιλογή, από ανάγκη, από κατάληξη συναισθημάτων. «Όταν ήρθα, πριν σαράντα χρόνια, με καλοδέχτηκαν. Είχαμε επικοινωνία καλή. Μάλιστα, όσοι  δεν θυμόντουσαν το όνομά μου με αποκαλούσαν «άγιο». Σήμερα, δυστυχώς δεν υπάρχει κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Παλιότερα όλα ήταν καλύτερα. Ο άνθρωπος ενδιαφέρονταν για την κοινωνία όχι μόνο για το άτομο του. Μαζεύονται βράδυ να πάρουν όλοι μαζί μια κοινή απόφαση και μέχρι να ξημερώσει το ξεχνούν. Παντού έτσι είναι».

«Εδώ, το Καστελλόριζο», συνεχίζει έχοντας αυξήσει την ένταση της φωνής του, «έπρεπε να είναι ο καθρέφτης της Ελλάδας. Έρχονται οι Τούρκοι για να δουν πως είμαστε, έρχονται οι ξένοι για να δουν πως ζούμε. Και οι άνθρωποι δεν δείχνουν το πρόσωπο που θα έπρεπε. Στο χωριό μου οι άνθρωποι μπορεί να είναι όπως θέλουν, εδώ όμως όχι. Οι κάτοικοι του νησιού πρέπει να είναι δυνατοί, όχι να κλαίγονται συνέχεια. Τριάντα οικογένειες είναι. Αυτοί θα φτιάξουν το μέλλον τους, πρέπει να νοιαστούν για τον τόπο τους, όχι να νοιάζεται μόνο η πολιτεία».

«Δεκάρα δεν δίνω για την υστεροφημία μου»
Στην πλατεία του νησιού, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δεσπόζει ένα μνημείο που φιλοτέχνησε ο ίδιος. Είναι το μνημείο όσων χάθηκαν στην πυρκαγιά που ξέσπασε μεσοπέλαγα στο ατμόπλοιο Empire Patrol, όταν στις 29 Σεπτεμβρίου 1945 μετέφερε πίσω στο νησί από το Πόρτ Σάιντ τους Καστελλοριζιούς που είχαν φύγει αναγκαστικά για να γλυτώσουν τα δεινά του πολέμου. Το πλοίο μετέφερε συνολικά 497 πρόσφυγες, ήταν η  πολυπληθέστερη αποστολή από τις δυο που είχαν προηγηθεί και μετέφεραν πίσω τον κόσμο. Η φωτιά που ξέσπασε είχε ως αποτέλεσμα να πνιγούν τριάντα τρεις Καστελλοριζιοί, ανάμεσά τους δεκατέσσερα παιδιά. 

Κάθε βράδυ παρακολουθεί ανελλιπώς τις ταινίες και τις παράλληλες δράσεις του 3ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ιστορικού Ντοκιμαντέρ Καστελλόριζου «Πέρα από τα Σύνορα» στο οποίο το ΑΠΕ - ΜΠΕ ήταν χορηγός επικοινωνίας. Θεωρεί ότι η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ και γενικός γραμματέας του ΙΔΙΣΜΕ, η καθηγήτρια στο Τμήμα Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, η χαρισματική Ειρήνη Σαρίογλου, θα φέρει πάλι στο νησί μετά από χρόνια την πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση που τόσο έχει ανάγκη ο ακριτικός αυτός τόπος.

Ο Αλέξανδρος Ζυγούρης τους δύο, τρεις χειμωνιάτικους μήνες επιστρέφει για λίγο μόνο πίσω στο γενέθλιο τόπο του, την Ήπειρο, για να δει πρόσωπα οικεία, τα δυο μικρότερα αδέλφια του, να θυμηθεί ό,τι τον δένει με το παρελθόν που άφησε πίσω για να ζήσει το μέλλον που ήθελε και είχε τόσο ανάγκη. Αυτή η ανάγκη για ελευθερία, για δημιουργία, για επικοινωνία, για αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων, τον φέρνει πάντα πίσω στο Καστελλόριζο. Ο πορώδης ασβεστόλιθος δε θα αντισταθεί στο καλέμι και το σφυρί του, ακόμα και αν χρειαστεί να δουλεύει μέρα, νύχτα για να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί.

Σας ενδιαφέρει η υστεροφημία σας; Το τι θα αφήσετε πίσω σας;
«Δε με αφορά τίποτα όσον αφορά τη φήμη μου. Δεκάρα δεν δίνω. Σημασία έχει αυτό που κάνουμε να εμπνεύσει κάποιους άλλους, τις επόμενες γενιές, τους ανθρώπους μετά από εμάς κι ας περάσουν δεκάδες χρόνια. Να κάνουμε κάτι καλύτερο γι’ αυτούς που θα έρθουν να το δουν και να εμπνευστούν από αυτό».
Νιώθετε γεμάτος από τη ζωή σας;
«Νιώθω πληρότητα. Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δεν μετανιώνω για τίποτα, ούτε για τους ανθρώπους. Αν γεννιόμουν ξανά την ίδια ζωή θα ήθελα να ζήσω».