25 χρόνια χωρίς την Τζένη Καρέζη

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί. Ένα κορίτσι με γαλάζια μάτια και δύο ξανθές σφιχτοδεμένες κοτσίδες, έτσι θα μπορούσε να αρχίσει το π

25 χρόνια χωρίς την Τζένη Καρέζη
25 χρόνια χωρίς την Τζένη Καρέζη
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί. Ένα κορίτσι με γαλάζια μάτια και δύο ξανθές σφιχτοδεμένες κοτσίδες, έτσι θα μπορούσε να αρχίσει το παραμύθι της, ένα κορίτσι που αγαπούσε πολύ το θέατρο» γράφει χαρακτηριστικά ο Ντίνος Δημόπουλος στο βιβλίο του «Ενας σκηνοθέτης θυμάται...»
 
Το κορίτσι δεν ήταν άλλο από την Ευγενία Καρπούζη, που έγινε «Τζένη» από μια καθηγήτρια Γαλλικών στο σχολείο της και «Καρέζη» από τον Αγγελο Τερζάκη, δάσκαλό της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. 


Μαθήτρια και του Δημήτρη Ροντήρη, αξέχαστη ηρωίδα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (Ρωμιάκι στο «Μεγάλο μας Τσίρκο», «Ασπασία» και άλλοι μεγάλοι ρόλοι), πρωταγωνίστρια θεατρικών έργων του Γιώργου Ρούσσου («Θεοδώρα η Μεγάλη», «Πάπισσα Ιωάννα»), πηγή έμπνευσης νέων κωμωδιών για το συγγραφικό δίδυμο Ασημάκη Γιαλαμά-Κώστα Πρετεντέρη («Δεσποινίς Διευθυντής», «Τζένη Τζένη» κ.ά.), εξίσου απολαυστική σε εκείνες των Νίκου Τσιφόρου-Πολύβιου Βασιλειάδη («Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» κ.ά.), συνοδοιπόρος του Κώστα Καζάκου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Τζένη Καρέζη θριάμβευσε στη θεατρική της ωριμότητα στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Εντουαρντ Αλμπι, έπαιξε Ιψεν («Εντα Γκάμπλερ») και Τσέχοφ («Βυσσινόκηπος») και ενσάρκωσε συγκλονιστικά τη Μήδεια του Ευριπίδη, διαδοχικά την Ηλέκτρα και εν συνεχεία την Ιοκάστη στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, προτού ρίξει αυλαία στο θέατρο και τη ζωή με το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Στη μεγάλη οθόνη χρίστηκε πρωταγωνίστρια από τον Αλέκο Σακελλάριο («Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»), συνεργάστηκε με τον Γιάννη Δαλιανίδη («Το τρελοκόριτσο», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» κ.ά.), αλλά τις μεγαλύτερες επιτυχίες της τις έκανε με τον Ντίνο Δημόπουλο («Λόλα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Τζένη Τζένη» κ.ά.). Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα υπέροχα «Κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, που διεκδίκησαν το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας τη χρονιά που το χρυσό αγαλματίδιο απέσπασε το «8 ½» του Φελίνι και που εκπροσώπησαν επίσημα τη χώρα μας και στο Φεστιβάλ Καννών.

Στα πρώτα χρόνια της στο σανίδι η Τζένη Καρέζη μυήθηκε στα άδυτα της υποκριτικής από θρύλους του είδους (Παξινού, Μινωτής, Αρώνη), παίζοντας σε έργα του κλασικού ρεπερτορίου (Λόρκα, Μίλερ, Σαίξπηρ, Τολστόι, Αριστοφάνης). Εν συνεχεία πρωταγωνίστησε και σε εκείνα των Τσιφόρου-Βασιλειάδη και Γιαλαμά-Πρετεντέρη τα οποία γνωρίζουμε όλοι από τη μικρή οθόνη. «Αντιμετώπιζα πάντα με την ίδια σοβαρότητα ό,τι έκανα, είτε ήταν μπουλβάρ ή ελληνική κωμωδία είτε ήταν Σαίξπηρ. Για μένα, ό,τι έπαιζα ήταν μεγάλο» εξηγούσε η ίδια.

«Το πιο πολύτιμο πράγμα που έχω ζήσει είναι το "Μεγάλο μας τσίρκο". Και όταν πεθαίνω, αυτό θα θυμάμαι» είχε δηλώσει μιλώντας στον «Ταχυδρόμο» το 1976. Δήλωση την οποία επρόκειτο να επαναλάβει στο περιοδικό «Εικόνες» περίπου δέκα χρόνια αργότερα, εξηγώντας το γιατί: «Ηταν μέσα στη Χούντα. Και δεν ήταν θέμα ερμηνείας, ήταν πολιτικό γεγονός. Ζήσαμε τότε στιγμές που δεν τις έχουν ζήσει πολλοί ηθοποιοί. Ηταν ένα μεθύσι με δύο χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα, με τον Ξυλούρη ως Αρχάγγελο. Ηταν το 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής. Επειτα, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μας έπιασαν εμένα και τον Κώστα. Μείναμε ένα μήνα στην ΕΣΑ. Ηταν πολύ δύσκολες εκείνες οι μέρες. Ομως, όταν βγήκαμε, χιλιάδες άνθρωποι μας περίμεναν· αψηφούσαν τους ΕΣΑτζήδες, ήθελαν να δουν την παράστασή μας. Ο κόσμος μάς αγκάλιασε. Ηταν κάτι συγκλονιστικό. Ναι, θα το θυμάμαι όταν θα πεθάνω».

Από το «Μαίρη Μαίρη» της Τζιν Κερ κατά τη χειμερινή περίοδο 1964-1965, η Τζένη είχε βιώσει αυτό που στη θεατρική αργκό περιγράφεται με τη φράση «σπάει ταμεία». Περί τους 250.000 θεατές την είχαν απολαύσει τότε έκθαμβοι σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Η περίπτωση του «Μεγάλου μας τσίρκου» ήταν κάτι πολύ παραπάνω από έναν εισπρακτικό θρίαμβο (οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για πάνω από 400.000 εισιτήρια). Μόνο οι αναμνήσεις όσων το έζησαν μπορούν να δώσουν τις αληθινές διαστάσεις αυτού του εμβληματικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που μετατράπηκε σε παλλαϊκή πράξη αντίστασης κατά της παραπαίουσας δικτατορίας.

Η προσωπογραφία της Τζένης Καρέζη απο τον Γιάννη Τσαρούχη κοσμεί σήμερα τον δεύτερο όροφο της Βουλής των Ελλήνων
Αμέσως μετά τον γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, το 1968, η Τζένη θα παίξει για πρώτη φορά μαζί του στο θέατρο, στο έργο «Θεοδώρα η Μεγάλη» του Γιώργου Ρούσσου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Εκτοτε ο σύζυγός της, πέρα από βασικός παρτενέρ της σε όλα τα έργα, θα αναλάβει και τον νευραλγικό ρόλο του σκηνοθέτη στις περισσότερες εμφανίσεις της στο σανίδι. Ετσι, δεν είναι υπερβολή το να γραφτεί σήμερα πως Καρέζη και Καζάκος ακολούθησαν κοινή θεατρική πορεία επί δύο δεκαετίες. Μέχρι το τέλος της· αφότου εκείνη είχε γίνει ακόμη και η Ιοκάστη στον «Οιδίποδά» του.

Το 1978 απέκτησαν το δικό τους θέατρο στην οδό Ακαδημίας. Η Τζένη επέλεξε την ονομασία «Αθήναιον» για να θυμίζει τον θρίαμβο του καμπανελλικού «Τσίρκου» στο ομώνυμο θερινό της οδού Πατησίων. Στη νέα της θεατρική στέγη θα ζούσε έναν ακόμη, με το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». «Το θαύμα έγινε στην Ελλάδα» θα δηλώσει ο Εντουαρντ Αλμπι, συγγραφέας του έργου το οποίο είχε μεταφράσει η ίδια μαζί με τον Σταμάτη Φασουλή. «Παίζει με κάθε ίνα και κάθε κύτταρό της. Ιδιαίτερα όμως στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται και το μόνο για το οποίο μακαρίζεις τον εαυτό σου είναι που ευτύχησες να είσαι παρών» θα γράψει χαρακτηριστικά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα «Νέα».

«Η ερμηνεία της ήταν λαμπρή» θυμόταν χρόνια αργότερα ο Ζυλ Ντασσέν. «Αξέχαστη όμως ήταν η περίοδος της πρόβας. Οι απαιτήσεις που είχε από τον εαυτό της στο να έρθει πιο κοντά στον χαρακτήρα της Μάρθας ήταν σχεδόν βίαιες, γεμάτες πάθος. Το αποτέλεσμα ήταν η συνάντηση δύο ψυχών» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της παράστασης. 


Στο χειμερινό Αθήναιον οδήγησε την υποκριτική της τέχνη στα δύσβατα μονοπάτια του Ιψεν και του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Βολονάκη στην «Εντα Γκάμπλερ» (1984) και Εφρέμοφ στον «Βυσσινόκηπο» (1988).

Το κεφάλαιο των εμφανίσεών της στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο είναι τόσο ξεχωριστό, που μόνο οι κριτικές που έχουν διασωθεί μπορούν να το προσεγγίσουν σήμερα. Ενδεικτικά, για τη «Μήδειά» της το 1985 ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραφε στα «Νέα»: «Κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της στων τραγικών μεγεθών την πόλιν. Εχω πολλά χρόνια να δω ηθοποιό σε τραγωδία με τέτοια συναισθηματική πληρότητα. Ηταν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή γεμάτη, παλλόμενη, άνετη και πλαστική. Ρυθμικά και μουσικά σωστά κουρδισμένη. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της». «Η πιο συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου, όμοια με εκείνη της γέννας του γιου μου» σύμφωνα με την ίδια...

Για την «Ηλέκτρα» της, το 1987, ο Μηνάς Χρηστίδης έδινε την εξής περιγραφή στο «Εθνος»: «Πολύ δύσκολα θα ξεχάσει η Επίδαυρος την παράσταση αυτή. Ακόμη κι εκείνοι που είχαν σοβαρές αντιρρήσεις σε ορισμένα σημεία της παράστασης, θα κρατάνε έντονη την εικόνα μιας Ηλέκτρας αγριμιού του μίσους, κατακυριαρχημένης από απελπισία και πάθος... Αυτή η Ηλέκτρα μπορούσε πράγματι να έρθει από τα βάθη των μύθων, χωρίς τους καλλωπισμούς, την ωραιοπάθεια και τις εξιδανικεύσεις των νεοτέρων. Γι' αυτό θεωρώ εξαιρετικό επίτευγμα την εικόνα της Ηλέκτρας που έδωσε η Τζένη Καρέζη».

«Σας παρακαλώ, μήπως έχετε μια φωτιά;» ήταν τα πρώτα λόγια της Τζένης Καρέζη στον κινηματογράφο. Μια προφητική ατάκα από κάθε άποψη. Η φωτιά που πήρε, η φωτιά που εξέπεμψε, έμεινε άσβεστη στο πέρασμα του χρόνου χάρη στο σελιλόιντ.

«Οταν μου την πρότεινε ο Σακελλάριος, δεν την ήθελα. Πόσο λάθος είχα κάνει στην εκτίμησή μου!» θα παραδεχόταν εκ των υστέρων ο Φιλοποίμην Φίνος, ο οποίος, διακρίνοντας έναν στραβισμό στα μάτια της, την απέρριψε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955). Ο ίδιος παραγωγός ζήτησε από τον σκηνοθέτη της να γυρίσει το πρώτο σίκουελ του ελληνικού κινηματογράφου, το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» (1957), με πρωταγωνίστρια φυσικά την ίδια...

Την είχαν βρει περιπλανώμενη στις ερημιές ο Βασίλης Αυλωνίτης και ο Μίμης Φωτόπουλος. Θα τη φλέρταρε ο Βασίλης Λογοθετίδης στο «Δελησταύρου και υιός» (1957). Θα υποδυόταν την κόρη του Ορέστη Μακρή και ανιψιά της Γεωργίας Βασιλειάδου στη «Θεία απ' το Σικάγο» (1957). Αλλά και τη γυναίκα του Μακρή, που θα γεννούσε και θα απεβίωνε κατά τον τοκετό, στο «Μια λατέρνα, μια ζωή» (1958). Το πορτρέτο της θα κοσμούσε τις λατέρνες του ελληνικού σινεμά, που έγιναν αντικείμενο έριδας μεταξύ δύο μεγάλων σκηνοθετών (του Αλέκου Σακελλάριου και του Γιώργου Τζαβέλλα). Ως «Χιονάτη», το 1960, θα συναντούσε ξανά τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο και Μακρή, τρία από τα «7 γεροντοπαλίκαρα» (Σταυρίδης, Παπαγιαννόπουλος, Ευθυμίου και Λειβαδίτης οι υπόλοιποι). Την ίδια χρονιά θα γινόταν η χαριτωμένη αλλά κακομαθημένη κόρη του εργοστασιάρχη Παπαγιαννόπουλου, που αναλάμβανε να κοροϊδέψει τον υπάλληλό του, Ντίνο Ηλιόπουλο, στο «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος».

Πέρα από την ταινία-ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα τη νύχτα» (1962), που παρακολουθούσε την ίδια την Τζένη Καρέζη στα κινηματογραφικά πλατό, το μικρό της όνομα θα ακουγόταν μόνο στο «Τρελοκόριτσο» (1958) και στο «Τζένη Τζένη» (1966). Στις υπόλοιπες ταινίες θα ήταν η Καίτη, η Μπίλλη, η Χριστίνα, η Λόλα, η Λίλα, η Φούλα, η Κάρλα, η Μίρκα, η Βασούλα και άλλες.

Το όνομά της θα αποδεικνυόταν δημοφιλέστερο από οποιονδήποτε τίτλο. Ισως το συγγραφικό δίδυμο Γιαλαμάς-Πρετεντέρης να αντιλήφθηκε πόσο αυτόφωτη ήταν η πρωταγωνίστρια και να έγραψε πάνω σε αυτήν, προτείνοντας το όνομά της για τίτλο στον σκηνοθέτη και στον παραγωγό της ταινίας.

Οπως και να 'χει, η Τζένη εις διπλούν ήταν χάρμα οφθαλμών στις Σπέτσες ως αγνή αλλά μορφωμένη χωριατοπούλα που κρύβει την αλήθεια από τον χρεοκοπημένο πατέρα της και νυμφεύεται εικονικά τον πολιτικό του αντίπαλο, ανιψιό ενός εφοπλιστή, για να αποπληρωθούν τα πατρικά χρέη.

Η πρώτη έγχρωμη ταινία της, βέβαια, ήταν η προηγούμενη, το «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» (1965), στην οποία είχε ήδη λάμψει. «Δεν είναι υπερβολή αν πει κανείς πως η έγχρωμη Καρέζη αποτελεί αληθινή αποκάλυψη-απόκτημα για τη φτωχή σε γνήσια ωραίες μορφές ελληνική οθόνη» είχε γραφτεί στον Τύπο της εποχής.

Το «Τζένη Τζένη» ήταν σενάριο για τον κινηματογράφο. Σε άλλες περιπτώσεις, τα σενάρια ήταν παρμένα από θεατρικά έργα. Τα «Κόκκινα φανάρια» ήταν διασκευή του θεατρικού έργου «Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα» του Αλέκου Γαλανού. Ομοίως η «Τρελή οικογένεια», του θεατρικού έργου «Οι γυναίκες προτιμούν τους σκληρούς» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη. Τα «Δεσποινίς Διευθυντής» και «Ενας Ιππότης για τη Βασούλα» των Γιαλαμά-Πρετεντέρη, ήδη μεγάλες θεατρικές επιτυχίες της Τζένης προτού γίνουν ταινίες από τον Ντίνο Δημόπουλο και τον Γιάννη Δαλιανίδη, αντίστοιχα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η απολαυστική κωμική της ερμηνεία στα «Δεσποινίς διευθυντής» και «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» ακολούθησε χρονικά τη σαγηνευτική δραματική της παρουσία στα «Κόκκινα φανάρια» και στη «Λόλα».

Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωνε το εύρος της ερμηνευτικής της γκάμας και το μοναδικό της ταλέντο να παίζει άψογα και τα δύο είδη: κωμωδία και δράμα.

Στις ταινίες που υποδύθηκε την κοινή γυναίκα, πολύ απλά μάγεψε. Οτιδήποτε άλλο κι αν γραφόταν, θα την αδικούσε. Κι αν με τη «Λόλα» (1964) δεν ξαναβρέθηκε στα Οσκαρ ή στις Κάννες, όπως με τα «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, ήταν το ίδιο μαγευτική, σκηνοθετημένη αυτήν τη φορά από τον Ντίνο Δημόπουλο, σε μουσική του 25χρονου τότε Σταύρου Ξαρχάκου.

Σαν ηλιοβασίλεμα φαίνεται στη μικρή οθόνη καθώς ο κινηματογραφικός φακός πλησιάζει το πανέμορφο πρόσωπό της και η φωνή της ακούγεται μελαγχολική στο «Ούτε ένα ευχαριστώ» του Λευτέρη Παπαδόπουλου («Το τρίτο τραγούδι μου... Το είπε υπέροχα η Καρέζη...») και στο «Δεν έχει αρχή» του Βαγγέλη Γκούφα.

Σταθμός για τη ζωή της το «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες λίγες ημέρες πριν από την επιβολή της δικτατορίας. Αλλά η καρδιά της Τζένης είχε ήδη χάσει την ελευθερία της κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο λόγος; Ο συμπρωταγωνιστής της, Κώστας Καζάκος. Τι κι αν είχαν συναντηθεί στα κινηματογραφικά πλατό και κατά το παρελθόν; Φαίνεται πως η στολή του αξιωματικού έμελλε να γίνει η σπίθα για να πάρει φωτιά ο έρωτάς τους...

«Τα δυο χείλη σου είναι μέλι» ακούγεται να τραγουδάει στην πρώτη της ταινία, σε στίχους του σκηνοθέτη Αλέκου Σακελλάριου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Αν και το συγκεκριμένο μουσικό ιντερμέδιο, στο οποίο συμμετείχαν οι συμπρωταγωνιστές της στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος, δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, ήταν αρκετό για να δείξει ότι οι φωνητικές της χορδές παρήγαγαν έναν ήχο ιδιαίτερο αλλά μαγικό.

Αλησμόνητη είναι η ερμηνεία της στο «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» των Μάνου Χατζιδάκι-Γιάννη Ιωαννίδη στην ταινία «Το νησί των γενναίων» (1959). Ηταν η πρώτη από τις αμέτρητες που γνώρισε ανά τον κόσμο αυτό το - θρυλικό πλέον - τραγούδι. Η αυθεντική όμως δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Και δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να αντιγραφεί. Το ηχόχρωμα της Τζένης ήταν ακοπιάριστο. Μια ερωτική βραχνάδα σαν αλατοπίπερο στο αριστοκρατικό παρουσιαστικό της.

Ολο μπρίο και νάζι, εκείνη ξανατραγούδησε Χατζιδάκι συνοδεύοντας στο «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960) τον Ντίνο Ηλιόπουλο στο εύθυμο ντουέτο τους «Χρυσόψαρο».

Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν περισσότερο θεοδωρακική παρά χατζιδακική ερμηνεύτρια. Χάρμα ακοής στο «Μαργαρίτα, Μαργαρώ», καθώς και σε άλλα τραγούδια του Μίκη, όπως το «Από το παράθυρό σου» σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη και το «Κουράστηκα να σε κρατώ» του Δημήτρη Χριστοδούλου.

Κατά έναν μοιραίο τρόπο, συγκλονιστικότερο όλων έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της, το «Χάθηκα μέσα στη ζωή μου», της Ελένης Καραΐνδρου και της Λούλας Αναγνωστάκη, που ερμήνευσε στον τελευταίο της ρόλο στο θέατρο, στο έργο «Διαμάντια και μπλουζ» (1990-1991). «Γράφτηκε ειδικά για τη φωνή της Τζένης Καρέζη και δεν επιτρέπεται καμία άλλη επανεκτέλεση» αναφέρει η συνθέτρια στον δίσκο που κυκλοφόρησε αφότου η Τζένη «έφυγε». Η φωνητική επένδυση της εκλιπούσας ήταν τέτοια που δικαιολογούσε πράγματι αυτήν την ιδιότυπη απαγόρευση...

Οσοι έζησαν την Τζένη, μνημονεύουν πολλά. Πέρα από το αστείρευτο υποκριτικό της ταλέντο, την εξωτερική ομορφιά, την ανεπιτήδευτη κομψότητα, την ακαταμάχητη γοητεία, τη φυσική χάρη, την αριστοκρατική φινέτσα, τα ζωγραφιστά χείλη, τη γαλλική μύτη, το πορσελάνινο πρόσωπο, το καλλίγραμμο σώμα κ.ο.κ. Υπεράνω θαυμασμού όμως ήταν τα μάτια της...

Σίγουρα ήταν τα ωραιότερα του ελληνικού κινηματογράφου. Ισως και του παγκόσμιου, αν δεν είχαν να ανταγωνιστούν εκείνα της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και της Βίβιαν Λι. Τα μάτια που θα έκλειναν για πάντα τρία λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα της 26ης προς την 27η Ιουλίου του 1992.

Η «Μίκα», σαν να ήθελε να ακολουθήσει την κινηματογραφική της μητέρα στην «Τρελή, τρελή οικογένεια», Μαίρη Αρώνη, «έφυγε» μόλις δέκα ημέρες μετά την «Πάστα Φλώρα»...

Σήμερα η Τζένη παραμένει με τον τρόπο της στον κόσμο αυτόν. Το ίδρυμα που φέρει το όνομά της στηρίζει οικονομικά την ομώνυμη Μονάδα Ανακουφιστικής Αγωγής του Α΄ Εργαστηρίου Ακτινολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εκπληρώνοντας έτσι και την τελευταία μεγάλη επιθυμία της για την ανακούφιση ασθενών που πάσχουν από την ίδια ασθένεια που ταλαιπώρησε κι εκείνη.

Το χειμερινό θέατρο στον αριθμό 3 της οδού Ακαδημίας, το αποκαλούμενο πλέον «Τζένη Καρέζη», συνεχίζει να φιλοξενεί παραστάσεις υψηλού επιπέδου. Στον υπαίθριο χώρο του εξοχικού της, στην Τσαγκαράδα του Πηλίου, λειτουργεί εδώ και λίγους μήνες ένα πέτρινο αμφιθέατρο με το όνομά της. Στο σπίτι όπου έζησε, στα Ιλίσια, εξακολουθεί να κατοικεί ο μοναχογιός της, Κωνσταντίνος.

Πίνακας του Δημήτρη Μυταρά που την απεικονίζει ως «Πάπισσα Ιωάννα»

Η προσωπογραφία της από τον Γιάννη Τσαρούχη κοσμεί τον δεύτερο όροφο της Βουλής. Ο γνωστός πίνακας του Δημήτρη Μυταρά που την απεικονίζει ως «Πάπισσα Ιωάννα» διασώζεται στο ίδρυμά της. «Το ωραιότερο πρόσωπο που έχει γεννήσει ποτέ το θέατρο», όπως έχει σχολιάσει ο Σταμάτης Φασουλής, συνεχίζει να εμπνέει ζωγράφους να πιάσουν το πινέλο. Μεταξύ αυτών, ο Κώστας Σπυριούνης, που φιλοτέχνησε το πορτρέτο της σε σειρά γραμματοσήμων με έλληνες ηθοποιούς.

Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε προβάλλονται ασταμάτητα στη μικρή οθόνη, προσφέροντάς μας ψυχαγωγία και συγκίνηση. Κανείς δεν ξέρει πόσες φορές έχει δει το υπέροχο «Τζένη Τζένη» (1966), γιατί όσες κι αν το δει, πάντα του φαίνεται σαν να είναι η πρώτη.

Βιβλία συνεχίζουν να εκδίδονται για να μας θυμίζουν «το φεγγοβόλημα της ύπαρξής» της, «τα αστροφώτιστα μάτια» της (Κώστας Καζάκος). Τα «Τετράδια ζωής» της (εκδ. Καστανιώτη), όπως και οι περιζήτητες συνεντεύξεις της στον Τύπο της εποχής, αποτελούν γνήσιο απόσταγμα του πνευματικού της κόσμου.

«Είναι παρούσα κάθε μέρα, κάθε λεπτό, γιατί είναι αβάσταχτη η απουσία της. Είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσεις να ζεις χωρίς αυτήν κρατώντας το μέτρο και την ποιότητα που χάριζε στη ζωή σου» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γρηγόρης Βαλτινός, συμπρωταγωνιστής της στον θεατρικό της θρίαμβο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;».

Πώς να απαντήσει κάποιος λακωνικά στο ερώτημα «τι ήταν η Τζένη Καρέζη»; «Ηταν ένα πυρακτωμένο πλάσμα. Ενας άνθρωπος ο οποίος ακτινοβολούσε από αγωνία, πάθος και πόθο δημιουργίας. Εκανε αυτό το πέρασμά της από τη ζωή σαν ένα μετέωρο που μας αφήνει αυτήν την παρακαταθήκη: ότι πρέπει να πιστεύουμε στη λογική του θαύματος αν θέλουμε να γίνονται θαύματα» γνωμάτευσε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο τελευταίος άνθρωπος που τη σκηνοθέτησε στην επίγεια ζωή της.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Ιουλίου 2017