East Med - Γιάννης Φλεβάρης: Η Ανατολική Μεσόγειος στο ξεκίνημα του 2021

Η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δείχνει να έχει ομοιότητες με αυτήν που είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η

East Med - Γιάννης Φλεβάρης: Η Ανατολική Μεσόγειος στο ξεκίνημα του 2021
East Med - Γιάννης Φλεβάρης: Η Ανατολική Μεσόγειος στο ξεκίνημα του 2021

Η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δείχνει να έχει ομοιότητες με αυτήν που είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η τότε αναθεωρητική Ιταλία (1940) ζήτησε από την Ελλάδα την διέλευση των στρατευμάτων της και των έλεγχο στρατηγικών περιοχών.......... Είναι γνωστά όσα ακολούθησαν. Οι συνειρμοί που προκαλεί ο «διάδρομος» του Μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης δια μέσου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι αντίστοιχοι. Απαιτείται ετοιμότητα, δυναμική στάση και ύπαρξη αποτρεπτικής ισχύος για να μην δραστηριοποιηθούν τουρκικά γεωτρύπανα ανοικτά των ακτών της Ρόδου και της Κρήτης όπως συνέβη στην Κύπρο.

Η Ελλάδα αντιμετώπισε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες από όσες ίσως υπολόγιζέ στις οριοθετήσεις των θαλασσίων συνόρων της. Αρχικά το θέμα της προσβολής και του de facto περιορισμού των δικαιωμάτων της από την Τουρκία και γενικότερα της κυριαρχίας της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν αναδείχτηκε, ούτε αντιμετωπίστηκε με αποτελεσματικό τρόπο.

Η διαρκής προσπάθεια αναθεωρητισμού της Τουρκίας, συνεχώς εφευρίσκει νέα πεδία αντιπαράθεσης, εξαιτίας της συνολικής στρατηγικής που εφαρμόζει σε συνδυασμό με σφάλματα στην τακτική της Ελλάδος, κυριότερο των οποίων είναι η μη επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. ή στα 10 ν.μ. εγκαίρως ή έστω κατά τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης όταν τα περιθώρια ενεργειών της Τουρκίας ήταν πιο περιορισμένα λόγω του Κυπριακού.

Μπορεί το λάθος αυτό να αμβλυνθεί σήμερα όπως δείχνουν οι ορθές κινήσεις στο Ιόνιο αλλά οφείλει να προετοιμαστεί κατάλληλα για να ξεπεράσει και να αντιμετωπίσει επαρκώς τις τουρκικές απειλές περί casus belli που δεν μπορεί να ανέχεται επ αόριστόν μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη ευρωπαϊκή χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, από γειτονική χώρα, μέλος επίσης της Ατλαντικής Συμμαχίας και στενά συνδεδεμένη με την ενωμένη Ευρώπη. Άλλως σταδιακά θα καταστεί κράτος - δορυφόρος περιορισμένης κυριαρχίας και θα είναι αναγκαίο να αναζητήσει διαφορετική προσέγγιση και ισορροπία στις σχέσεις με την Τουρκία.

Μια τέτοια πιθανότητα δεν διαφαίνεται σήμερα καθώς η θέση της Ελλάδας στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον και οι συμμαχίες που διαμορφώνονται με αφορμή της θαλάσσιες οριοθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τις γενικές αντιδράσεις απέναντι στην στρατηγική της Τουρκίας, οδηγεί σε διαφορετική στάση, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τον τουρκικό επεκτατισμό.

Αυτό καταγράφηκε το έτος 2020 με την δυναμική αντίδραση στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος στον Έβρο και στην έξοδο του τουρκικού στόλου και του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis στο Αιγαίο και στην ανοικτή θάλασσα.

Η Άγκυρα φροντίζει έμπρακτα να αναδεικνύει και να προβάλει ότι «καμία εξέλιξη δεν πρόκειται να λάβει χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς συμμετοχή ή ανάμειξη της Τουρκίας» και αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση και παραδοχή όλων των δρώντων στην περιοχή ότι επιχειρεί να επιβάλει τη θέση αυτή.

Ως εκ τούτου η Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να έχει πειστική απάντηση και τρόπους αντίδρασης που περιλαμβάνουν κάθε αποτελεσματικό μέσο ήπιας ή σκληρής ισχύος. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός απαιτείται σύνθεση δυνάμεων στο εσωτερικό και αλλαγή προσανατολισμού και προτεραιοτήτων στην ελληνική κοινωνία.

Το σχέδιο κατασκευής του East Med αποτελεί κίνηση στην σκακιέρα της διπλωματίας και της διεθνούς πολιτικής και όχι μόνο στο ενεργειακό πεδίο. Δια της εφαρμογής του Δικαίου της θάλασσας που υποστηρίζει την πόντιση αγωγών, με διακρατικές συμφωνίες που στοχεύουν στην πραγματοποίηση του σχεδίου, με εξεύρεση πόρων και χρηματοδότησης και με πολιτική προσέλκυσης και ένταξης της Ιταλίας, της Αιγύπτου και άλλων χωρών μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα όχι μόνο ως προς τις θαλάσσιες οριοθετήσεις αλλά ταυτόχρονα στην εξωτερική πολιτική και στην οικονομία. Η επιτυχής πραγματοποίηση του σχεδίου θα αποτελέσει γέφυρα λειτουργικής, οικονομικοπολιτικής και ενεργειακής σύνδεσης των βόρειων και των νότιων ακτών της Μεσογείου, που θα αποτελεί πρότυπο σε επίπεδο ΕΕ και γεγονός ευρύτερης και υψίστης σημασίας.

Οι «τριμερείς συνεργασίες» με συμμετοχή της Ελλάδος και της Κύπρου , με Ισραήλ και Αίγυπτο και η ισχυροποίηση της αμυντικής συνεργασίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μετά και την υπογραφή ρήτρας αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, με την Γαλλία και άλλες σημαντικές χώρες, αναβαθμίζουν σαφώς τον διεθνή της ρόλο.

Απαιτείται να εμβαθυνθούν και να εξελιχθούν πολυεπίπεδα προκειμένου να αποδώσουν περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα. Η ολοκλήρωση του καθορισμού θαλασσίων συνόρων μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου μετά την πολύ σημαντική τμηματική οριοθέτηση σε συνδυασμό με την διεθνή συγκυρία, τις καλές σχέσεις και την κινητικότητα της ελληνικής πλευράς που είναι πλέον η επισπεύδουσα μετά την εμφάνιση του ανατρεπτικού μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης αποτελεί το ζητούμενο της προσεχούς χρονικής περιόδου.

Οι συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο θα κριθούν εκ του αποτελέσματος στους τομείς της ενέργειας, της οικονομίας, της τεχνολογίας και της συνεργασίας στην εκπαίδευση, τον Πολιτισμό και την ασφάλεια εν γένει. Δεν περιλαμβάνουν έως σήμερα συμφωνίες ευθείας προβολής στρατιωτικής ισχύος, παρά το στρατηγικό τους αποτύπωμα, όμως τούτο αποτελεί ορατή πιθανότητα εάν συντελέσει σε αυτό σοβαρή αφορμή ή σχετική συγκυρία.

Παρά τον υψηλό βαθμό δυσκολίας του στόχου ίσως το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα υπάρξουν εξελίξεις σε συνδυασμό με την διαπίστωση ότι η ελληνική διπλωματία εμφανίζει ασυγκρίτως μεγαλύτερη πλαστικότητα και ευελιξία από ότι στο παρελθόν υπό το βάρος των νέων δεδομένων.

Υποστηρίχθηκε ότι η ενέργεια φέρνει πιο κοντά τα κράτη, αυτό όμως δεν αποδεικνύεται ιστορικά και οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου στην περιοχή δεν φαίνεται να αποτελούν παράγοντα σταθερότητας αλλά απεναντίας συντελούν στη δημιουργία ανταγωνισμών και εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς οι υδρογονάνθρακες μπορούν να αποτελέσουν «δυνητική αιτία διακρατικών συγκρούσεων».

Η διπλωματία των αγωγών οδηγεί σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η ύπαρξη αποθεμάτων από υδρίτες μεθανίου, υδροθερμικά πεδία και ηφαίστεια ιλύος, δηλαδή πιθανούς ενεργειακούς πόρους του μέλλοντος, είναι ένας ακόμα λόγος αντιπαράθεσης των δρώντων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο πέραν του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.

Ως προς το ζήτημα των θαλασσίων οριοθετήσεων, η Τουρκία δεν επιδιώκει την ανάδειξη του ενεργειακού πλούτου των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου αλλά την ενίσχυση του γεωστρατηγικού της ρόλου στην περιοχή. Διατηρεί σημαντική πρωτοβουλία κινήσεων και έχει πετύχει την αναγνώριση της ως υπολογίσιμου δρώντος στις περιφερειακές συγκρούσεις και διενέξεις στην Ανατολική Μεσόγειο (Συρία, Λιβύη, Κύπρος, Ελληνοτουρκικά) και πέραν αυτής (Ναγκόρνο Καραμπάχ) λόγω της γεωπολιτικής και στρατιωτικής ισχύος που προβάλλει.

Διαθέτει υπολογίσιμο τακτικό πλεονέκτημα στην στρατιωτική βιομηχανία στην οποία έχει επενδύσει κατασκευάζοντας στρατιωτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρησιμοποιεί στις πολεμικά συγκρούσεις που αναμειγνύεται καθώς τα τουρκικά UAVs μεταφέρουν αποτελεσματικό οπλισμό και επηρεάζουν την έκβαση μαχών χωρίς ανθρώπινες απώλειες για τους Τούρκους.

Επηρεάζει άμεσα τις εξελίξεις στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος και γενικότερα σε ολόκληρη την περιοχή. Με ανεξάντλητη ατζέντα παλαιών και νέων διεκδικήσεων που περιλαμβάνουν ανατρεπτικές θαλάσσιες οριοθετήσεις, «άνοιγμα» των Βαρωσίων στην Κύπρο, έρευνες σε περιοχές εκτός δικαιοδοσίας της, εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και ασύμμετρες απειλές. Μπορεί να προβάλει αξιώσεις για οτιδήποτε ακόμα και αν αυτό φαντάζει αδιανόητο. Αποτελεί στοίχημα και διακύβευμα για όσες χώρες πλήττονται να αποφασίσουν αν μπορούν να αντιδράσουν ή θα αποδεχθούν τετελεσμένα.

Έως σήμερα επικρατούσε το φαινόμενο της κριτηρίου της «Μεγίστης» στις Ελληνικές διαπραγματεύσεις θαλασσίων οριοθετήσεων που θα μπορούσε να ορισθεί ως η προκαθορισμένη, πάγια και στρατευμένη προσπάθεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας να αποδοθεί στην νήσο Μεγίστη και γενικότερα στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλορίζου πλήρης επήρεια. Λ

όγω του συγκεκριμένου κριτηρίου δεν είχε προχωρήσει πριν το 2020 σε συμφωνίες ΑΟΖ. Είναι βέβαια άδικο να κατηγορηθεί συλλήβδην η Ελληνική εξωτερική πολιτική για την μη επίτευξη συμφωνιών με γειτονικά κράτη καθώς μετά το τουρκικό memorandum με τη Λιβύη, όλα τα δεδομένα ανατράπηκαν με «ροκέ» στην γεωπολιτική σκακιέρα της Μεσογείου καθώς ο «Βασιλιάς» με τον «Πύργο» άλλαξαν θέσεις. Έτσι στη θέση της Λιβύης βρέθηκε η Τουρκία, αιφνιδιάζοντας και εκπλήσσοντας τους πάντες. Βέβαια η αντικειμενική αυτή διαπίστωση δεν αποτελεί «άφεση αμαρτιών» της ελληνικής διπλωματίας καθώς μπορούσαν να οροθετηθούν θαλάσσια σύνορα εγκαίρως.

Υπήρχαν άλλωστε οι πληροφορίες «κινητικότητας» της Τουρκία με τη Λιβύη, χωρίς να υπάρχει η εικόνα ότι θα μοίραζαν μεταξύ τους την Ανατολική Μεσόγειο δυο μη γειτονικά κράτη. Η τουρκική ανάμειξη στις ελληνικές οριοθετήσεις είχε αποδειχθεί στην περίπτωση της Αλβανίας δη από το έτος 2009 και αποτελούσε δεδομένο, που η αγνόηση του δε δικαιολογείται.

Στην άποψη αυτή συνηγορεί και η εκτίμηση ότι θαλάσσια οριοθέτηση με την Τουρκία του «casus belli» των «γκρίζων ζωνών», των υπερβατικών «μνημονίων», της «άρνησης» του Δικαίου της θάλασσας και της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν προβλέπεται στο ορατό μέλλον. Η Ελλάς επιβάλλεται να ολοκληρώσει τις οριοθετήσεις με όλες τις υπόλοιπες χώρες.

Στο Αιγαίο αν αποκτήσει την απαιτούμενη αποτρεπτική ισχύ ή διαμορφωθούν κατάλληλες συνθήκες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καταστεί δυνατόν να ασκήσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να βαδίσει έστω και αργά προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι παλινδρομήσεις, οι «μη κυρώσεις» για την παράνομη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο και η αναποφασιστικότητά της αποτελούν εύκολο ανάγνωσμα για την Άγκυρα που γνωρίζει ότι η εξακολούθηση της παραβατικής της στάσης δεν θα έχει για την ίδια σοβαρές συνέπειες.

Έτσι θα συνεχίσει να προκαλεί και να ναρκοθετεί τις θαλάσσιες οριοθετήσεις γνωρίζοντας πως ουσιαστικά η Αθήνα και η Λευκωσία θα βρεθούν μόνες απέναντι της με ζητούμενο την αυτοδύναμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της. Εκμεταλλευομένη αυτή την κατάσταση ελίσσεται μεταξύ λόγων και έργων, καλώντας σε διάλογο και ειρηνική επίλυση των διάφορων ενώ στην πράξη κινείται αποφασιστικά και επιθετικά για να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις της.

Θα συνεχίζει να εξοπλίζεται με ευρωπαϊκά όπλα και προϊόντα τεχνολογίας χωρίς να έχει σημασία αν είναι Γερμανικά, Ισπανικά ή Ιταλικά και θα συνεχίσουν να υπάρχουν πρόθυμοι υποστηρικτές της στις Συνόδους Κορυφής. Όσο η Ε.Ε. λειτουργεί ως ενιαίος οικονομικός χώρος και όχι ως αντίστοιχη πολίτικη ένωση η Τουρκία θα μπορεί να τον διασπά για να παρεισφρήσει στα κέντρα λήψεως αποφάσεων αφού της είναι γνωστό ότι κάθε χώρα ασκεί και υποστηρίζει την δική της εξωτερική πολιτική και τα συμφέροντα της αποδυναμώνοντας την ενιαία ευρωπαϊκή έκφραση και δυναμική.

Πιθανολογείται όμως ότι η Ευρώπη δεν θα περιοριστεί στο διηνεκές σε ρόλο παρατηρητή ή «τρίτου» στην διένεξη των μελών της με την Τουρκία για τις (δικές της) θαλάσσιες ζώνες και το Δίκαιο της Θάλασσας στο οποίο έχει προσχωρήσει και θα ενεργήσει όχι ως ήπια αλλά ως ισχυρή θιγόμενη δύναμη έχοντας στην φαρέτρα τις ουσιώδεις κυρώσεις και μέσα εξαναγκασμού για την διαφύλαξη ιδίων δικαιωμάτων στην Μεσόγειο που ιστορικά και γεωπολιτικά δεν είναι απλά μία θάλασσα αλλά «διαδοχή θαλασσών» από το Γιβραλτάρ ως το Αιγαίο και αποτελεί διαχρονικά τον ζωτικό της χώρο.

Η ενωμένη Ευρώπη στο νέο διεθνές σύστημα ισχύος που διαμορφώνεται θα επιβεβαιώσεις τις αξίες της μόνο αν απαντήσει στις προκλήσεις της Ιστορίας. Ο τουρκικός παράγοντας εξ αίτιας του επεκτατικού του σχεδίου στην Ανατολική Μεσόγειο, κατέστη άθελα του καταλύτης εξελίξεων και διαδικασιών που ενδεχομένως στραφούν τελικά εναντίον του. Οι οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών στην περιοχή θα συνεχιστούν με συνακόλουθες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις.

Ο σταθερός προσανατολισμός προς την ιδέα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η πραγματική δυνατότητα της Ελλάδας να αποτελέσει γέφυρα των ακτών της Μεσογείου μπορούν να γίνουν η γεωπολιτική της πυξίδα. Η Ελλάδα έχοντας μονομερώς το ενδιαφέρον της στραμμένο επί μακρόν σε άλλα περιφερειακά υποσυστήματα, εγκατέλειψε τον φυσικό της χώρο στον οποίο με αφορμή τις θαλάσσιες οριοθετήσεις, επανέρχεται δυναμικά και ταχέως επαναπροσδιορίζοντας τη θέση της από χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου σε χώρα της Ανατολικής Μεσογείου.

Ιωάννης Στ. Φλεβάρης Αντιπεριφερειάρχης Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου