Μια αγκαλιά απ’ όσους μείναμε.... Αυτά τα Χριστούγεννα θέλω....

κάτι παγωμένο να διώξουν το θυμό που μου έκαιγε τα σωθικά. Μου χε κάτσει βαρύ πως για πρώτη φορά δε θα μουν συνεπής στο καθιερωμένο ραντεβ

Μια αγκαλιά απ’ όσους μείναμε.... Αυτά τα Χριστούγεννα θέλω....
Μια αγκαλιά απ’ όσους μείναμε.... Αυτά τα Χριστούγεννα θέλω....

κάτι παγωμένο να διώξουν το θυμό που μου έκαιγε τα σωθικά.

Μου χε κάτσει βαρύ πως για πρώτη φορά δε θα μουν συνεπής στο καθιερωμένο ραντεβού στο χωριό με τους παιδικούς μου φίλους, μιας κι η άδεια που ζήτησα έβγαλε απ' το αφεντικό αυτά τα υστερικά κακιασμένα γέλια. Πήρα ένα παγωμένο αλκοολούχο, άναψα κι ένα από τα παλιοτσίγαρα κι έκατσα στα σκαλάκια της εκκλησίας για να χω μιαν ασφάλεια, μιαν ιδέα πως τα παράπονα μου κάπου θ' ακουστούν…

Ένας μήνας έπρεπε να περάσει και λίγο ακόμη, για να ανταλλάξουμε τα ακριβά μας δώρα και να αισθανθούμε αυτή την αγάπη που θυμόμαστε πάντοτε όταν κάτι φτάνει στο τέλος. Μα ακόμη κι έτσι, μονολογούσα, είναι όμορφο, είναι αγάπη. 

Αυτή που δίνει χρώμα μέσα στο μαύρο της ρουτίνας μας, της καθημερινότητας που αντέχουμε, ως τη στιγμή που με μια κλωτσιά θα τη στείλουμε στην άκρη για να ζήσουμε στιγμές χαράς κι αγκαλιάς με τους αγαπημένους μας, καθώς θα βλέπουμε το χρόνο να μας χαιρετά γεμάτος ρυτίδες κι απολογισμούς. 

Με τόσα λαμπιόνια στους δρόμους, που έσπαγαν το κακό και γρουσούζικο μαύρο της νύχτας που φοβόμουν από μικρή, πώς να μην είσαι χαρούμενος; Με τις κατακόκκινες μυτούλες των πιτσιρικάδων που μονίμως ζητούσαν δώρα και τους φτωχότερους γονείς να κόβουν το λαιμό τους για να μην αρνηθούν, πώς να μη βουρκώσεις από συγκίνηση;

Με το κλειδί στην τσέπη σου να ανοίγει ένα σπίτι γεμάτο ζεστασιά, με τους δικούς σου να γκρινιάζουν κ ύστερα να ζητούν συγγνώμη με μια αγκαλιά… τι παράπονο να χεις…

Πέταξα το τσιγάρο στα μισά, να μη μολύνω άλλο τα πνευμόνια μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής.  

Όλα μου τα ψιλά και κάτι καραμέλες που βρήκα στην τσέπη, τα δωσα στα παιδιά των φαναριών, αδιαφορώντας για τα ψέματα τους… 

Κι ύστερα θυμάμαι. Θυμάμαι όλα τα λαμπιόνια να σβήνουν, να σβήνω κι εγώ μέσα στο μαύρο, να μαθαίνω αυτό το κόψιμο στα γόνατα πώς είναι. Είδα μπροστά μου τα ψεύτικα έλατα του Δήμου και των μαγαζιών να σπάνε σε κομμάτια, τα στολίδια να χτυπούν με μανία την άσφαλτο.  

Μια κραυγή θυμάμαι, κοιτώντας τον ουρανό να ρωτήσω γιατί… Το κινητό μου να σπάει, τα χέρια μου να τρέμουν ύστερα από το τηλεφώνημα της μάνας. Το ένα από τα δωμάτια του σπιτιού θα έκλεινε για πάντα. Κάπου στην Αθηνών- Πατρών σημειώθηκε τροχαίο, με μια φοιτήτρια νεκρή. Πήγαινε στο σπίτι της για τις γιορτές, έλεγαν στις ειδήσεις. Θυμάμαι.

Και τώρα, λίγα χρόνια μετά, ούτε άδεια, ούτε δώρα ή χρήματα θα σου έλεγα πως θέλω. 

Μια αγκαλιά από όσους μείναμε πίσω, ένα "είμαι εδώ", με αυτά τα μάτια τους που αν και δύο μοναχά, φωτίζουν σαν όλα τα λαμπιόνια του κόσμου όταν με κοιτάζουν. 

Κι εγώ, η δυνατή, θα είμαι εδώ να μην αφήσω το βραχυκύκλωμα που θα φερναν τα δάκρυα τους… Θα είμαι εδώ, να φωνάζω ξανά και ξανά πως μόνο αυτό έχει σημασία.  

Να παίρνεις και να δίνεις χαμόγελο κι αγάπη. Ναι. Αφού δε μπορούμε κάθε μέρα, ας είναι μόνο γι αυτές, τις τελευταίες του χρόνου…αναπνοές