Ποια η φορολογική αντιμετώπιση περίπτωσης δανείου από γονείς σε τέκνο

Ένα σύνηθες ερώτημα και προβληματισμός είναι αν υπάρχει και ποια είναι η φορολογική αντιμετώπιση περίπτωσης δανείου από πατέρα σε τέκνο.....

Ποια η φορολογική αντιμετώπιση περίπτωσης δανείου από γονείς σε τέκνο
Ποια η φορολογική αντιμετώπιση περίπτωσης δανείου από γονείς σε τέκνο

Ένα σύνηθες ερώτημα και προβληματισμός είναι αν υπάρχει και ποια είναι η φορολογική αντιμετώπιση περίπτωσης δανείου από πατέρα σε τέκνο.....

Το Σύνηθες ερώτημα

Μπορεί ο πατέρας να δανείσει ένα χρηματικό ποσό στο τέκνο του προκειμένου αυτό να προβεί σε αγορά κατοικίας ή για άλλο σκοπό; Υπάρχει κάποια απαγόρευση; Προκύπτει ζήτημα επιβολής τελώνη χαρτοσήμου ή υπάρχει περίπτωση να τεθεί θέμα γονικής παροχής;

Η Απάντηση

Ι. Από τις κείμενες διατάξεις, δεν απαγορεύεται η δανειακή σύμβαση (προφορική ή γραπτή) μεταξύ γονέων και τέκνων ή το αντίστροφο, παρόλο που αυτό δεν συνηθίζεται στην πράξη (σ.σ. δείτε και σχετικά άρθρα του Α.Κ. 1507, 1508).

Όμως, παρά το γεγονός ότι οι γονείς συνήθως προβαίνουν σε γονικές παροχές προς τα τέκνα τους και όχι σε δανειακές συμβάσεις, εντούτοις, αυτή η πράξη της δανειακής σύμβασης όπως ήδη αναφέραμε δεν απαγορεύεται ρητώς, οπότε σε πρώτη φάση δεν τίθεται κάποιο ζήτημα.

Άλλωστε, ποτέ δεν πρέπει να αγνοούνται τα πραγματικά δεδομένα και περιστατικά της κάθε περίπτωσης, ούτε να αποκηρύσσονται συλλήβδην όλες αυτές οι περιπτώσεις δανεισμού με το σκεπτικό πως έχουν ντυθεί με τον «μανδύα» της φοροαποφυγής.

Τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα σε πρώτη φάση και σε περίπτωση αντιρρήσεων του φορολογούμενου η Δ.Ε.Δ. και εν συνεχεία τα δικαστήρια της χώρας είναι επιφορτισμένα στο να αποφανθούν σχετικώς, οπότε δεν μπορούμε να προεξοφλούμε εξ αρχής το οτιδήποτε.

Η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζετε με άκρατο επαγγελματισμό και ενδελεχή μελέτη των πραγματικών δεδομένων.

ΙΙ. i. Γενικά περί επιβολής τελών χαρτοσήμου στα δάνεια

Αν η σύμβαση του δανείου καταρτιστεί εγγράφως υποβάλλεται στο οικείο αναλογικό τέλος χαρτοσήμου (σ.σ. μεταξύ ιδιωτών το τέλος χαρτοσήμου ανέρχεται σε 3,6%), ενώ η σχετική προς τη σύμβαση αυτή εξοφλητική απόδειξη δεν υπόκειται σε κανένα τέλος χαρτοσήμου (βλ. αρ. 25 παρ.2 του Ν. 2873/2000).

Εφόσον όμως η σύμβαση δεν συνήφθη εγγράφως υπόκειται σε αναλογικό τέλος η εγγράφως καταρτιζόμενη εξόφληση αυτής ή η σχετική προς τη σύμβαση έγγραφη απόδειξη (άρ.13 παρ.1β 7 αρ.15 παρ.1β). Για το θέμα αυτό δείτε και κατωτέρω όσα αναφέρονται σχετικά και στην απόφαση της Δ.Ε.Δ. 259/2019.

■ Σημείωση (από την απόφαση της Δ.Ε.Δ. 259/2019, παραθέτουμε ένα σημαντικό σκεπτικό που αφορά κατά κάποιο τρόπο και στο ερώτημα, ειδικά στην περίπτωση που δεν θα καταρτιστεί δανειακή σύμβαση):

«[…] Επειδή, σύμβαση δανείου είναι η σύμπτωση της βούλησης δύο προσώπων με την οποία συμφωνείται ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους (δανειστής) να μεταβιβάσει στον άλλο συμβαλλόμενο (οφειλέτη) κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, ο δε οφειλέτης υποχρεούται να επιστρέψει στο δανειστή πράγματα της ίδιας ποιότητας και ποσότητας (Α.Κ. 361 & 806).

Επειδή, στο άρθρο 13 παρ. 1α του ΚNΤΧ ορίζεται ότι «σε τέλος χαρτοσήμου υπόκειται πάσα σύμβαση, οποιουδήποτε αντικειμένου, συναπτόμενη είτε απ’ ευθείας, είτε δια δημόσιου συναγωνισμού, ή πάσα εξόφληση σύμβασης ή σχετική προς τη σύμβαση απόδειξη, εφ’ όσον καταρτίζονται εγγράφως και είτε δια δημοσίου, είτε δια ιδιωτικού καθ’ οιονδήποτε τύπο συντεταγμένου εγγράφου» ενώ στο άρθρο 15 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «πάσα σύμβαση, οποιουδήποτε αντικειμένου, συναπτόμενη είτε απ’ ευθείας είτε δια δημόσιου διαγωνισμού μεταξύ εμπόρων, μεταξύ εμπόρου και εμπορικής εταιρείας πάσης φύσεως, μεταξύ εμπορικών εταιρειών πάσης φύσεως, αφορώσα αποκλειστικώς την ασκούμενη από αυτούς εμπορία ή πάσα εξόφληση σύμβασης ή σχετική με τη σύμβαση απόδειξη, εφ’ όσον καταρτίζονται εγγράφως είτε με δημόσιο είτε με ιδιωτικό καθ’ οιονδήποτε τύπο συντεταγμένου εγγράφου».

Επειδή, τα δάνεια υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου ανάλογα με την ιδιότητα των συμβαλλόμενων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 15 του ΚΤΧ αντίστοιχα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ΚΤΧ «επί των συμβολαίων και των εγγράφων, των κατονομαζομένων στο άρθρο 13, το τέλος ορίζεται σε 3% της αξίας του δανείου»

Επειδή περαιτέρω, αν η σύμβαση του δανείου καταρτίσθηκε εγγράφως και υποβλήθηκε στο οικείο αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, η σχετική προς τη σύμβαση αυτή εξοφλητική απόδειξη δεν υπόκειται σε κανένα τέλος χαρτοσήμου (άρ. 25 παρ.2 του Ν. 2873/2000).

Εφ όσον όμως η σύμβαση δεν συνήφθη εγγράφως υπόκειται σε αναλογικό τέλος η εγγράφως καταρτιζόμενη εξόφληση αυτής ή η σχετική προς τη σύμβαση έγγραφη απόδειξη (άρ.13 παρ.1β 7 αρ.15 παρ.1β).

Επειδή, ο Κώδικας Τελών Χαρτοσήμου δεν περιέχει ορισμό της έννοιας του «εγγράφου», για την εφαρμογή των διατάξεων του περί χαρτοσήμου νόμου, θα τύχουν αναγκαστικά εφαρμογής οι σχετικές περί εγγράφων διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (αρ.169 και επ. του ΚΔΔ & άρθρα 432 και επ. του ΚΠολΔ). Έτσι ως έγγραφα, για την εφαρμογή των διατάξεων του περί χαρτοσήμου νόμου, θα θεωρούνται τόσο τα συνήθη συντασσόμενα ή εκδιδόμενα ιδιωτικά έγγραφα, όσο και τα κατά πλάσμα δικαίου (fictio juris) θεωρούμενα έγγραφα, δηλαδή, τα βιβλία επιτηδευματιών και οι κάθε φύσης μηχανικές και ηλεκτρονικές απεικονίσεις. (Ερμηνεία των διατάξεων του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, Παναγιώτης Ρέππας, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 87).

Επειδή, σύμφωνα στο άρθρο 169 του Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) δίνεται ο ορισμός του εγγράφου:

«1. Δημόσια είναι τα έγγραφα τα οποία έχουν συνταχθεί από δημόσιο όργανο.

2. Ιδιωτικά είναι όλα τα έγγραφα τα οποία δεν είναι δημόσια

3. Θεωρούνται επίσης έγγραφα, κατά τις διακρίσεις των προηγούμενων παραγράφων: α) τα βιβλία των οποίων την τήρηση επιβάλλουν οι κείμενες διατάξεις και β) οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και κάθε άλλη απεικόνιση, καθώς και οι φωνοληψίες»

Επειδή, στα άρθρα 432 και επ. του Κ.Πολ.Δ. προσδιορίζεται η έννοια και η αποδεικτική δύναμη του «εγγράφου».

Σύμφωνα με το άρθρο 444 του Κ.Πολ.Δ.

«1. Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β) τα βιβλία που δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές, γιατροί, φαρμακοποιοί και μαίες τηρούν κατά τις ισχύουσες διατάξεις, γ) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση.

2. Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.»

Επειδή, η έννοια του εγγράφου προσδιορίζεται και στον Ποινικό Κώδικα, στο άρθρο 13 παρ. γ’, σύμφωνα με το οποίο «έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός.

Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ’ όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία»

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, κατά πλάσμα δικαίου, από τα θεωρούμενα ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία αποτελούν σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, άλλα «ακούγονται», δηλαδή, η κατανόηση του περιεχομένου τους γίνεται δια της ακοής (π.χ. μαγνητοταινίες), άλλα «βλέπονται» δηλαδή, η κατανόηση του περιεχομένου τους γίνεται δια της όρασης (φωτογραφίες, ταινίες κ.λ.π.) και άλλα «διαβάζονται», επειδή αποτελούν αποτύπωση γραπτού κειμένου, δια μηχανικού ή ηλεκτρονικού μέσου (π.χ. fax, φωτοτυπία, ηλεκτρονικός υπολογιστής κ.λπ.) (Ερμηνεία των διατάξεων του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, Παναγιώτης Ρέππας, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 97).

Επειδή, το βιβλιάριο της τράπεζας εξομοιώνεται με ιδιωτικό έγγραφο, παράγει πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφει (5553/2006 ΕΦΑΘ, 95/2005 ΑΠ).

Επειδή, το βιβλιάριο καταθέσεων ταμιευτηρίου, το οποίο εκδίδει και παραδίδει στον καταθέτη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και στο οποίο απεικονίζονται, από τον Η/Υ της, τόσο η αρχική κατάθεση, όσο και οι μεταγενέστερες καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων που ο ίδιος υπογράφει και που τηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στην μνήμη του Η/Υ.

Το βιβλιάριο καταθέσεων, μόλις προσκομισθεί, εξομοιώνεται με ιδιωτικό έγγραφο, κατά την έννοια της ΚΠολΔ 444 αριθ. 3 και αποτελεί πλήρη απόδειξη, κατ’ άρθρο 448 παρ. 2 ΚΠολΔ, για όσα γεγονότα και πράγματα αναγράφει με μηχανική απεικόνιση, επιτρεπομένης μόνο της ανταποδείξεως κατά της αληθείας των εγγραφών (6812/2003 ΕφΑθ). […]».

■ Επισήμανση: Εκτός από την ανωτέρω απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών υπάρχουν και κάποιες άλλες που κατέληξαν σε διαφορετικό συμπέρασμα [σ.σ. ενδεικτικά η Δ.Ε.Δ. (Αθήνας) 155/2019, η Δ.Ε.Δ. (Αθήνας) 2473/2018 και η Δ.Ε.Δ. (Αθήνας) 1975/2016 ] με σκεπτικά —εκτός των άλλων— σαν το ακόλουθο:

«[…] Επειδή για την υπαγωγή των δανείων σε τέλος χαρτοσήμου απαιτείται η ύπαρξη εγγράφου ή εγγραφή στα βιβλία των επιτηδευματιών (ΣτΕ 2047/1978).

Σε περίπτωση δε, που δεν συντάχθηκε έγγραφο κατά τη σύσταση ή την εξόφληση του δανείου, ούτε υπάρχει σχετική εγγραφή στα βιβλία επιτηδευματιών, δεν συντρέχει περίπτωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου, έστω και αν η παράλειψη αυτή έγινε σκόπιμα προς αποφυγή της καταβολής του οφειλόμενου τέλους (ΣτΕ 1514/1956, ΣτΕ 578/1957) […]» ή σε άλλο σημείο

«[…] μόνο το γεγονός της μεταφοράς χρημάτων από τον έναν λογαριασμό προς τον άλλο, δεν δύναται να αποδείξει ότι η αιτία των ως άνω κινήσεων ήταν υφιστάμενη δανειακή σύμβαση.

Η φορολογική Αρχή, η οποία φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν επικαλείται κάποιο άλλο ουσιαστικό στοιχείο (εγγραφή στα βιβλία ή έγγραφο), από το οποίο να προκύπτει η σύναψη τέτοιας συμβάσεως, προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει ώστε να καταλογίσει επ’ αυτής τέλη χαρτοσήμου […]».

Οι διαφορετικές θέσεις των αποφάσεων της Δ.Ε.Δ. ομολογουμένως δημιουργούν προβληματισμό γιατί όπως είναι γνωστό η εν λόγω Διεύθυνση είναι το προτελευταίο αποκούμπι του φορολογούμενου πριν φτάσει στις δικαστικές αίθουσες.

■ Παρατήρηση: Επειδή οι θέσεις της Δ.Ε.Δ. που εκφράζονται μέσα από τις σχετικές αποφάσεις μπορεί να ποικίλουν διαχρονικά και προκειμένου να υπάρχει μια ομοιόμορφη αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού που αφενός μεν, θα ξεκαθαρίσει το τοπίο, αφετέρου δε, θα βοηθήσει στην εμπέδωση του κλίματος ασφάλειας στους πολίτες, η Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε. οφείλει να προχωρήσει άμεσα στη σύνταξη και κοινοποίηση εγκυκλίου με σαφείς οδηγίες για το ζήτημα που μελετούμε σήμερα.

ii. Τρόπος απόδοσης χαρτοσήμου, κ.λπ.

α. Τρόπος απόδοσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κώδικα Χαρτοσήμου, τα αναλογικά τέλη χαρτοσήμου εισπράττονται (από 1.1.2001) εξ ολοκλήρου με αποδεικτικό πληρωμής του Δημοσίου Ταμείου, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού του εισπραττόμενου αναλογικού τέλους (βλ. και άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 2873/2000).

β. Χρόνος έκδοσης του αποδεικτικού πληρωμής.

Το αποδεικτικό πληρωμής πρέπει να εκδίδεται το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημερομηνία του σημαινόμενου εγγράφου (άρθρο 3 παρ. 1 Κ.Τ.Χ.). Η πενθήμερη προθεσμία αρχίζει από την επόμενη της σύνταξης του εγγράφου και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της τελευταίας ημέρας και αν η τελευταία αυτή ημέρα είναι, κατά νόμον, εορτάσιμη, δηλαδή, μη εργάσιμη, με την παρέλευση ολόκληρης της επόμενης εργάσιμης (άρθρα 241 και 242 Αστικού Κώδικα, Υπ. Οικ. Σ. 5042/1957, Σ. 6107/385/Πολ. 185/1980, Εγκ. 11/1981).

Ως μη εργάσιμες ημέρες θεωρούνται οι Κυριακές και οι αργίες, που έχουν καθορισθεί με νόμο.

Αντίθετα, οι ημιαργίες θεωρούνται ημέρες εργάσιμες (Γ.Α.Κ. 46404/1980, Υπ. Οικ. Σ. 6107/385/Πολ. 185/1980, Εγκ. 11/1981).

Επίσης, μετά την καθιέρωση, με την από 29.12.1980 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 299 Α’), της πενθήμερης εβδομάδας των δημοσίων υπηρεσιών, ως μη εργάσιμες ημέρες θεωρούνται και τα Σάββατα.

Η Πράξη αυτή κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1157/1981 (ΦΕΚ 126 Α’).

Έτσι, εάν καταρτισθεί δανειστικό συμβόλαιο ημέρα Δευτέρα, το αποδεικτικό πληρωμής του τέλους χαρτοσήμου μπορεί να εκδοθεί, χωρίς συνέπειες επιβολής προστίμου, μέχρι και τη Δευτέρα της επόμενης εβδομάδας, και τούτο, γιατί οι ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής είναι ημέρες αργίας, δηλαδή, ημέρες μη εργάσιμες.

Το αποδεικτικό πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και πριν από την κατάρτιση του εγγράφου (βλ. Υπ. Οικ. Τ. 3279/1958, Λ. 1515/104/1984).

γ. Στοιχεία του αποδεικτικού πληρωμής. Το αποδεικτικό πληρωμής πρέπει να μνημονεύει απαραίτητα τα ουσιώδη στοιχεία του σημαινόμενου εγγράφου (άρθρο 3 παρ. 1 Κ.Τ.Χ.).

Τέτοια στοιχεία είναι το ονοματεπώνυμο του υπόχρεου, που καταβάλλει το τέλος, ή προκειμένου περί συμβάσεων τα ονοματεπώνυμα των συμβαλλόμενων, το είδος της σύμβασης (δάνειο, εκχώρηση, αναδοχή χρέους, κ.λπ.), το ποσό αυτής, κ.λπ.

Το αποδεικτικό πληρωμής προσαρτάται στο σώμα του σημαινόμενου εγγράφου.

Στο σώμα, δε, του εγγράφου ή παρά πόδας αυτού αναγράφονται από κάποιον από τους συναλλασσόμενους ή προκειμένου περί συμβολαιογραφικού εγγράφου από τον συντάσσοντα αυτό συμβολαιογράφο, ο αριθμός και η ημερομηνία του αποδεικτικού πληρωμής της Δ.Ο.Υ. (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 Κ.Τ.Χ.)[1].

[1] Σημειώνεται ότι, το αποδεικτικό πληρωμής πρέπει να εκδίδεται πάντοτε στο όνομα των συμβαλλόμενων και σε καμιά περίπτωση στο όνομα του συντάσσοντος το συμβόλαιο συμβολαιογράφου και τούτο γιατί ο συμβολαιογράφος δεν είναι συμβαλλόμενος, αλλά απλός επιβεβαιωτής των συνομολογουμένων μεταξύ εκείνων, οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του, ως συμβαλλόμενοι. Τούτο έχει μεγάλη πρακτική σημασία, γιατί εάν γεννηθεί θέμα επιστροφής του καταβληθέντος τέλους χαρτοσήμου, το ένταλμα της επιστροφής πρέπει να εκδοθεί στο όνομα εκείνου, ο οποίος στο αποδεικτικό πληρωμής φέρεται ως καταβάλλων το τέλος στο Δημόσιο Ταμείο. Εάν, συνεπώς, το αποδεικτικό πληρωμής εκδόθηκε στο όνομα του συμβολαιογράφου, σε περίπτωση επιστροφής του καταβληθέντος τέλους χαρτοσήμου, το σχετικό ένταλμα της επιστροφής θα εκδοθεί στο όνομα του συμβολαιογράφου και όχι στο όνομα των συμβαλλόμενων, οι οποίοι είναι και οι πραγματικοί δικαιούχοι (βλ. και Π. Ρέππα, Φορολογία Χαρτοσήμου, Αθήνα, 2010).

ΙΙΙ. Συμπεράσματα

Σε κάθε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται δάνεια για τον περιορισμό ή την κάλυψη τεκμαρτής δαπάνη, κ.λπ., η φορολογούσα αρχή σε πρώτη φάση πρέπει να ερευνά την τυχόν εικονικότητα του δανείου, δηλαδή να ερευνά αν ο δανειστής είχε τη δυνατότητα να χορηγήσει το δάνειο, τον χρόνο ανάληψης του ποσού του δανείου και τυχόν άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία εναπόκεινται στην εξελεγκτική εξουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.

Δηλαδή, πρέπει να πληρούνται μια σειρά από προϋποθέσεις προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν διαφορετικές ερμηνείες από το φορολογική Διοίκηση περί καταστρατηγήσεως των διατάξεων1.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι, μπορεί εν προκειμένω να εγερθεί στο μέλλον από τη φορολογική Διοίκηση ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 38 του ν. 4174/2013 και ειδικότερα θέμα «τεχνικής διευθέτησης», αφού υπάρχει σαφώς μεγαλύτερη φορολογική ωφέλεια αν επιλεγεί η δανειακή σύμβαση σε σχέση με την γονική παροχή του χρηματικού ποσού (σ.σ. για το θέμα της γονικής παροχής χρηματικού ποσού και της φορολόγησής του, δείτε και σχετικό άρθρο του κόμβου με θέμα: «Οι γονικές παροχές και οι δωρεές χρηματικών ποσών. Ανάλυση, ερμηνεία, κάλυψη τεκμηρίων, παραδείγματα»).

Αυτό όμως είναι θέμα που θα το αποδείξει ο έλεγχος.

Επίσης, αναφορικά με το ζήτημα της επιβολής ή όχι τέλους χαρτοσήμου σε προφορικά δάνεια μεταξύ ιδιωτών, θεωρούμε πως πρέπει να αποσαφηνιστεί το τοπίο με απόφαση της Α.Α.Δ.Ε. προκειμένου να μην υπάρχουν πλέον αμφιβολίες.

Κατά την άποψή μας, εφόσον επιλεγεί η λύση του δανείου μεταξύ γονέα και τέκνου, πρέπει να αναφέρεται οπωσδήποτε στο συμφωνητικό της δανειακής σύμβασης ο σκοπός του δανείου και επίσης να αναγράφεται και ο νόμιμος τόκος —θα μπορούσε να είναι και άτοκο, όμως ενδεχομένως η φορολογική Διοίκηση θα είχε ένα ακόμη «όπλο» στη στοιχειοθέτηση τυχόν εικονικότητας του εν λόγω δανείου— καθώς και το ο τρόπος, αλλά και ο ακριβής χρόνος εξόφλησής του.

Κλείνοντας, φρονούμε πως οι ενδιαφερόμενοι πριν προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια θα πρέπει προηγουμένως να πάρουν τη γνώμη του φοροτεχνικού τους, αλλά κι ενός νομικού συμβούλου προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από λάθος χειρισμούς στο μέλλον.

====================================================

[1] Σε περίπτωση που υφίσταται δανεισμός, τότε θα πρέπει να συμπληρωθούν αναλόγως και οι φορολογικές δηλώσεις του γονέα και του τέκνου.

Για τον πατέρα, το ποσό του δανείου αποτελεί τεκμήριο και θα αναγραφεί στους κωδ. 759-760 του εντύπου Ε1.

Για το τέκνο, το ποσό του δανείου θα αναγραφεί στους κωδ. 781-782 του εντύπου Ε1 κατά το έτος που έγινε η σύναψή του, ενώ οι καταβληθείσες δόσεις του δανείου μέσα στο φορολογικό έτος, θα αναγραφούν στους κωδ. 727-728 του εντύπου Ε1.