Σαν σήμερα το 1957 αφήνει την τελευταία του πνοή ο Νίκος Καζαντζάκης (Videos)

Με τα λόγια τούτα περιέγραψε στα 1950 τον εαυτό του Νίκος Καζαντζάκης. Μια απροσκύνητη ψυχή! Αυτό άλλωστε είναι το μήνυμα που έδωσε μέσα απ

Σαν σήμερα το 1957 αφήνει την τελευταία του πνοή ο Νίκος Καζαντζάκης (Videos)
Σαν σήμερα το 1957 αφήνει την τελευταία του πνοή ο Νίκος Καζαντζάκης (Videos)

Με τα λόγια τούτα περιέγραψε στα 1950 τον εαυτό του Νίκος Καζαντζάκης. Μια απροσκύνητη ψυχή! Αυτό άλλωστε είναι το μήνυμα που έδωσε μέσα από όλα τα έργα του.

Μια απροσκύνητη ψυχή που ακόμα και μόνη της στον κόσμο, στους αιώνες, σε όλες τις διαστάσεις, μπορεί να παλεύει, να μάχεται. Μόνη, για να αλλάξει τον κόσμο και να κάνει το χρέος της. Σαν τον Καπετάν Μιχάλη. Μόνος στα βουνά, να νιώθει το αίμα να τρέχει απ’ τις πληγές, αλλά να μην παραδίδεται. Και να μην παραδίδεται ξέροντας ότι έτσι μόνο ο θάνατος του μένει.

Μια απροσκύνητη ψυχή που νικά και το θάνατο, γιατί δεν σκιάζεται, δε λογίζει το τέλος. Γιατί δεν υπάρχει τέλος, στη λογική του αγώνα, όπως μας διδάσκει ο Νίκος Καζαντζάκης.

Όπως δεν υπάρχει τέλος για τον Νίκο Καζαντζάκη, κι ας έφυγε μια μέρα σαν σήμερα, πριν από 59 χρόνια. Κείνη τη νύκτα της 26ης Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, που ο Νίκος Καζαντζάκης παράτησε την πένα, σταμάτησε να γράφει, έκανε ένα αιώνιο συμβόλαιο με τις σκέψεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Κείνων των ανθρώπων που δεν λογιάζουν αν θα είναι νικητές ή νικημένοι, αλλά ξέρουν ότι έχουν χρέος να πολεμούν. Που ξέρουν ότι θα πρέπει να ανέβουν τον Γολγοθά για να έχουν την πιθανότητα να είναι νικητές. Κι αφού σπάσουν πολλά κεφάλια στα σίδερα, μέχρι να λυγίσουν.

Η νύχτα του θανάτου: Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!

Ήταν 10:20' το βράδυ όταν ο Νίκος Καζαντζάκης άφηνε την τελευταία του πνοή στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Freiburg της Γερμανίας. Η Ελένη ήταν στο πλάι του, έζησε την αγωνία και τη λύτρωση. Τα τελευταία λόγια του ήταν: «Διψώ! Διψώ». Τόσους ωκεανούς είχε αγναντέψει ο Οδυσσέας μα δεν είχε ξεδιψάσει.

Η Ελένη Καζαντζάκη περιγράφει στον "Ασυμβίβαστο", τις τελευταίες εκείνες δραματικές στιγμές της αναχώρησης:

—Διψώ!... Διψώ!... Διψώ!...
Μόνη στο προσκέφαλο του αγαπημένου μου, φώναζα όλους τους άγιους βοήθειά μου.
—Νίκος μου, Νίκος μου, του έλεγα, τριήμερος είναι, θα περάσει. Κουράγιο, αγάπη μου. Σήμερα το βράδυ ο πυρετός θα πέσει. Αύριο θα φέξει πάλι ο ήλιος, θαυμάσιος!
Τα έλεγα και τα πίστευα.
—Ναι... ναι..., έγνεφε ο Νίκος με το κεφάλι και μου ζητούσε νερό να ξεδιψάσει.
—Θυμηθείτε τον Μπέργκσον, την επιστράτεψη! Επιστρατέψετε τις δυνάμεις σας, σας ικετεύω!
—Ναι... ναι..., έγνεφε ο Νίκος και ζητούσε πάλι να πιει να ξεδιψάσει.
[…]
—Νίκος μου, Νίκος μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο κεφάλι μου:
—Δώσ' μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν' ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες.
Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου.  Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θα 'θελα ν' ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια. Τα μάτια που ' χαν το χρώμα της ελιάς δε θα 'βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο. Η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο της, τα τριάντα τρία χρόνια φως.
Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.

Το χρέος του Ανθρώπου

Η μεγάλη καρδιά του Καζαντζάκη σταμάτησε να χτυπά στα 74 χρόνια του, αλλά η γραφίδα του, τα μηνύματά του, συνεπαίρνουν ειδικά σήμερα, αυτές τις δύσκολες εποχές, το ίδιο ζωντανά, όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά πολλούς λαούς του κόσμου.

Κι ένα μήνυμα είναι αυτό που συμπυκνώνει τη φιλοσοφική σκέψη του Καζαντζάκη: Κάμε το χρέος σου. Μη λογαριάσεις αν θα κερδίσεις ή αν θα χάσεις. Κάμε το χρέος σου. Μη σε νοιάζει αν το κάνουν οι άλλοι. Κάμε το χρέος σου. Τα αίματα των προγόνων σου φτάνουν μέχρις εσένα και αφυπνίζουν την ψυχή σου.

Κάμε το χρέος σου, όπως το περιέγραψε στην «Ασκητική» του:

«ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ

…Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.

Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.

Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!” Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.

Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη.

Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει….

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Ποιο είναι το χρέος μου;

Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:

«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

…Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος…

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευθερία….

ΕΓΩ

…Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω!

Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ ακλούθα μου!

Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες:

Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους!…

Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

…Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

… Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…»

«Να ‘μαστε απροσάρμοστοι να η μεγάλη αρετή μας.
Να μη βολευόμαστε, να ‘μαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να ΄θεμε τα αδύνατα, σαν τους ερωτευμένους.....

Να ξέρουμε πως ότι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία κι ότι λένε ηθική είναι η βολική ταπεινή συνεννόηση των ανάνδρων... Και να μην το ανεχόμαστε…

Ποιοί θα νικήσουν; Οι πιο σοφοί, οι πιο πολλοί, οι πιο ξύπνιοι, οι πιο δυνατοί;
Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν.

Αχ, πότε θα συνεργαστούμε όλοι μαζί σε μια επίθεση!»
Νίκος Καζαντζάκης

Ο Νίκος Καζαντζάκης απ’ τους σπουδαιότερους, σημαντικότερους και μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα.

Υπήρξε, ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος Έλληνας συγγραφέας, που στο πρόσωπο του συγκέντρωσε φανατικούς αντιπάλους.

Από την άλλη έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης και προτάθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας μαζί με το Σικελιανό, ενώ το συγγραφικό του έργο μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες ή διασκευάστηκαν σε θεατρικά έργα.

Πίσω του άφησε ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο με τα βιβλία του «Ασκητική» (1927), «Οι Αδερφοφάδες», «Θέλει λέει να’ ναι ελεύθερος, σκοτώστε τον!», (1963), «Συμπόσιον (1973)», «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1951), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και αρκετά άλλα.

«Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σου ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται.
Ένας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα».

Αυτά γράφει, ο Νίκος Καζαντζάκης, σε γράμμα του προς τη στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία.

«Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό. Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος.

Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός».

Άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: Μου αρέσει.»

Ν. Καζαντζάκης – απόσπασμα από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»

Πενήντα εννέα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης (26 Οκτωβρίου 1957).

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.....

Στο Ηράκλειο τελείωσε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο», σύμφωνα με τη Wikipedia. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.

Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διόρισε γενικό διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του έπειτα από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τον Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Tρεις φορές προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον είχε πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δύο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Δείτε Video
{youtube}https://www.youtube.com/watch?v=3duixXvgXOg{/youtube}
 

Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού» (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι εγώ».

Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοσή του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς.

Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός».

Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μία από αυτές ήταν η Κίνα, επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης.

Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.

Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η γυναίκα του, Ελένη Καζαντζάκη, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος, απέρριψε. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.

Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»

Δείτε Video
{youtube}https://www.youtube.com/watch?v=FvvSCh5kjJI{/youtube}