Achilleas Theofilou: Έχει πανσέληνο απόψε Αχιλλέα... Είναι αλλιώτικη η σιωπή... Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μέσα από το άλμπουμ της ζωής του Αχιλλέα Θεοφίλου

Achilleas Theofilou / Έχει πανσέληνο απόψε Αχιλλέα... Είναι αλλιώτικη η σιωπή... Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μέσα από το άλμπουμ της ζωής του Αχιλλέα Θεοφίλου

Achilleas Theofilou: Έχει πανσέληνο απόψε Αχιλλέα... Είναι αλλιώτικη η σιωπή... Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μέσα από το άλμπουμ της ζωής του Αχιλλέα Θεοφίλου

Achilleas Theofilou / Έχει πανσέληνο απόψε Αχιλλέα... Είναι αλλιώτικη η σιωπή... Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μέσα από το άλμπουμ της ζωής του Αχιλλέα Θεοφίλου

Εξαιρετικά συμπαθής και ταλαντούχος ο Αχιλλέας έγραψε μοναδική ιστορία στο Ελληνικό τραγούδι όπου έβαλε την σφραγίδα του από την δεκαετία του '70, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη μας χαρισε δίσκους που σημάδεψαν την Ελληνική μουσική ενώ συνέβαλε και στην καθιέρωση μεγάλων ονομάτων στο τραγούδι μας.

Ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από τους πλέον ιστορικούς ελληνικούς δίσκους πέθανε, σε ηλικία 79 ετών, σκορπίζοντας βαθιά θλίψη στην εγχώρια ελληνική μουσική οικογένεια της οποίας υπήρξε διακεκριμένο και πολύ αγαπητό μέλος.

Είναι σαφές λοιπόν πως η προσωπική επαγγελματική διαδρομή του Αχιλλέα Θεοφίλου στην ελληνική δισκογραφία ταυτίζεται με ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, από το 1970 κι έπειτα. 

Η συμβολή του στην ελληνική μουσική υπήρξε ανεκτίμητη 

Γεννήθηκε λίγο πριν την Κατοχή, μέσα στον Έπος της Αλβανίας, τον Μάρτη του 1940. Ήταν απόγονος προσφύγων, μεγάλωσε στη Μυτιλήνη, μέχρι τα 12. Κι ας ταξίδεψε πολύ ποτέ δεν έφυγε από το νησί του. Κι οι δυο γονείς του έπαιζαν μουσικά όργανα, ο πατέρας του βιολί, η μάνα του μαντολίνο. Στο σπίτι άκουγαν πότε κλασική μουσική και πότε τα λαϊκά από απέναντι. Όπως κι η Ελλάδα το ένα αυτί το είχε στην Δύση το άλλο στην Ανατολή.
 Ο Αχιλλέας Θεοφίλου...αναντικατάστατος σε έναν κόσμο που αλλάζει κι όσο αλλάζει μας τρομάζει...
Σπούδασε εκείνη την εποχή πρώτα στην Γενεύη Πολιτικές Επιστήμες κι ύστερα στην Σορβόννη Κοινωνιολογία.
Ανδρώθηκε πολιτικά στους Λαμπράκηδες κι αργότερα έγινε ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Μάη του 68.
Η παρέα του στο Παρίσι ήταν ο Κούνδουρος, ο Γαβράς, ο Χριστοδούλου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Γιώργος Κατακουζηνός του «Άγγελου», ο Κώστας Φέρρης του «Ρεμπέτικου», ο Βασίλης Βασιλικός.
Ήταν αυτοεξόριστος από την Χούντα μέχρι το 1971, όταν αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ελλάδα. Η επιστροφή του ήταν σκληρή. Έπεσε κυνήγι, συλλήψεις, παρακολουθήσεις, ξύλο, βασανιστήρια.
Η Χούντα δεν τον άφησε να δουλέψει ούτε καν για το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων. Έτσι έμπλεξε με τις δισκογραφικές και τον Μάτσα. Μαζί ξεκίνησαν επί της ουσίας. Θα μείνει εκεί -με κάτι διαλείμματα- μέχρι το 2006. Τότε που πια δεν ήταν τίποτα το ίδιο στο ελληνικό τραγούδι.
Εκεί θα γνωρίσει τον Κουγιουμτζή, τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Καλδάρα, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Μούτση, τον Σπανό, τον Χατζηνάσιο, τον Κατσαρό.

Τον Μάνο Λοΐζο, τον καλύτερο του φίλο, τον «αδερφό» του, τον ήξερε από πριν, από τους δρόμους της φωτιάς της δεκαετίας του 60-70. Συγκάτοικοι στο σπίτι στα Εξάρχεια, συγκάτοικοι και στα κρατητήρια.
Ο άλλος του «αδερφός» ήταν ο πρόεδρος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Είχε έναν πίνακα στο σπίτι του που είχε καταγράψει όλες τις καινοτόμες βωμολοχίες που είχε ξεσοτμήσει ο "πρόεδρος" στη ζωή του.
Αυτή ήταν η ισχυρή τριανδρία του ελληνικού τραγουδιού, που όσο έζησαν μαζί ρούφηξαν τη ζωή, τις γυναίκες, τις πλάκες, τα ταξίδια, τους πολιτικούς αγώνες, τα ξενύχτια, τα μαγαζιά, τις παραλίες. Ο Μάνος έφυγε πολύ νωρίς, τους άφησε ορφανούς. Στα χέρια τους έμεινε η κληρονομιά του. Του έμεινε το παράπονο που δεν πρόσεχε καθόλου την υγεία του. Μόνο γι' αυτό είχαν τσακωθεί.

Μέσα στην Χούντα, με το διαβατήριο του στα χέρια των Συνταγματαρχών, καταφέρνει με παρέμβαση του Μάτσα να φύγει στο Παρίσι, να βρει τον άλλον αυτοεξόριστο, τον Μίκη Θεοδωράκη. Μαζί του είχε κι έναν τραγουδιστή που οι καριέρες τους ξεκίνησαν παράλληλα και συμπληρωματικά, τον Γιώργο Νταλάρα. Από εκεί ηχογραφούν τα "18 Λιανοτράγουδα" του Ρίτσου. 58 ώρες έγραφαν στο στούντιο, 58 ώρες συνεχομένα.
Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, φανατικός γαύρος αυτός, φανατικός βάζελος ο Πάριος. Ο Πάριος έγινε ο τέταρτος των τριών σωματοφυλάκων. Όταν τέλειωναν τα ματς και τους έπαιρναν χαμπάρι οι Ολυμπιακοί που ήξεραν για τον Πάριο περικύκλωναν το αμάξι και φώναζαν «Νταλάρας! Νταλάρας!»

Από δίκη του ακρόαση πέρασε η Χαρούλα Αλεξίου, αυτός την έβγαλε στη μουσική βιομηχανία. Αυτός την «πλάνεψε» αργότερα και την έκανε γυναίκα του, μαζί υιοθέτησαν κι έναν γιο. Ποτέ δεν ξέφυγε από την «πλάνη» του, ακόμα και μετά το διαζύγιο, θα ήταν ο «αδερφός» της μέχρι το τέλος.
Αυτός έμαθε να ακούει η Χαρούλα γαλλική μουσική και να διαβάζει ποίηση. Ήταν ο μέντοράς της. Την σκάλισε από την αρχή.
Λάτρευε τον Μπρασένς κι έβλεπε στον Φοίβο Δεληβοριά την ελληνική εκδοχή του.

Θαύμασε περισσότερο τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Είχε κάνει την οργάνωση και την επιμέλεια σχεδόν σε όλους τους τους δίσκους.
Καθόταν για φαγητό στον Φλώκα με τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι, ήταν ο συντονιστής στο τρολάρισμα και στο καλαμπούρι τους. «Μάνο σου έγραψα ένα τεράστιο τραγούδι» έλεγε ο Γκάτσος, ενθουσιαζόταν ο Χατζιδάκις «Πες μου Νίκο», «Τι ζητά χωρίς αιτία το πουλί στην Βοιωτία;» Και θύμωνε ο Μάνος και πέθαιναν στα γέλια οι άλλοι δυο. Τουλάχιστον στο τέλος τους κερνούσε.

Αυτός παρηγορούσε τον Καζαντζίδη που ήθελε μια ώρα να συνέλθει από το κλάμα αφού ηχογραφούσε τα τραγούδια του. Ο Αχιλλέας Θεοφίλου είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Όπως αυτή με τον Στέλιο Καζαντζίδη τον οποίο χαρακτήριζε «μέγιστο των μεγίστων»: Την εποχή που είχε πλέον χωρίσει με τον Καζαντζίδη, η Μαρινέλλα είχε βγάλει ένα τραγούδι που λεγόταν «Οι άντρες δεν κλαίνε». Μετά από λίγο γράφει ο Πυθαγόρας στον Καζαντζίδη έναν στίχο που έλεγε «Όσοι δεν μπόρεσαν, ας τους να λένε, κι όμως κυρία μου οι άντρες κλαίνε». Κάθε φορά που πήγανε να το τραγουδήσει στο στούντιο ο Στέλιος ξεσπούσε σε κλάματα. Είδαν κι έπαθαν για να ολοκληρώσουν την ηχογράφηση.
Από δική του ακρόαση βγήκε κι η Άννα Βίσση, 17 χρονών με τον πατέρα της μόλις είχε έρθει από την Κύπρο.

Σε αυτόν εμπιστεύτηκε ο Μπιθικώτσης ότι μια μέρα θα γίνει «μάρμαρο κι οδός». Τελικά ο «Σερ» έγινε όντως δρόμος στο Περιστέρι.
Αυτός ξεχώρισε κι απογείωσε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αυτός τον γνώρισε στον κολλητό του τον Λοΐζο κι επιμελήθηκαν παρέα τον «Γ Παγκόσμιο».
Αυτός συνέβαλε να έρθει ο Ξυλούρης στην Αθήνα, τον πήγε μάλιστα σε ένα καλό εστιατόριο να φάνε να γιορτάσουν την συμφωνία. Κρι Κρι ο Κρητικός του λέει «πού με έφερες; Να σου κάνω καλύτερα εγώ το τραπέζι;», τον παίρνει ο Ξυλούρης, τον βάζει στο αμάξι του, τον πάει στο βουνό στο Γαλάτσι, βγάζει από το πορτ παγκάζ ένα καπνιστό κρέας, λίγο ψωμί και τυρί που του είχαν φέρει από την Κρήτη και μια νταμιτζάνα κρασί. Γίνονται κουνουπίδι. Του τραγουδά τραγούδια που έπαιζε με την λύρα του στα πανηγύρια. Από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί. «Έτσι γίνονται οι γάμοι» του είπε.
Αυτός έδωσε στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον ήξερε από φοιτητή στο Πολυτεχνείο, στον Λοΐζο. Τα τελευταία τραγούδια που έφτιαξε ο Μάνος στην ΕΣΣΔ πριν πεθάνει ήταν του Θανάση. Το «Κοσμικόν» το έλεγε μάλιστα ο Θανάσης στις τελευταίες συναυλίες του. Η Μυρσίνη είχε βρει κάπου τυχαία τις κασέτες και έβαλε την φωτιά να δουλευτούν αυτά τα τραγούδια από την αρχή.

Αυτός προσγείωνε τους τραγουδιστές όταν μάζευαν τα πρώτα εκατομμύρια, αυτός τους μάθαινε να τραγουδάνε «αθηνέζικα», δική του απόφαση ήταν ποιος θα πει τελικά μερικά από τα πιο θρυλικά τραγούδια της ελληνικής βιομηχανίας.
Γεννήθηκε και πέθανε «κόκκινος» όπως έλεγε, δεν του άρεσε ποτέ καμία άλλη πολιτική απόχρωση και μείξη. Κι ας είχε σφαχτεί πολλές φορές με το Κόμμα. Δεν ήθελε να πληρώνεται από τον 902 γιατί τους έλεγε «Σε αυτήν την ηλικία να με ταΐζει η μάνα μου;»

Ήταν παραμυθάς, ήξερε όλες τις ιστορίες του κόσμου, ήταν ένας τεράστιος θρύλος του ελληνικού τραγουδιού, ένα εργατικό μυρμήγκι πίσω από τα φώτα, στις πλάτες του κουβάλησε τις λέξεις και τις νότες που σκάλισαν τη σύγχρονη κουλτούρα της Ελλάδας, της Ελλάδας των ποιητών, των δημιουργών, των σύγχρονων Οδυσσέων που ψάχνουν μια Ιθάκη ακόμα και χωρίς συντρόφους, με τον Ποσειδώνα απέναντι και τους μνηστήρες να τους τρώνε το βιός.
Ο Αχιλλέας Θεοφίλου σήμαινε πράγματα που ίσως η γενιά μου δε μπορεί καν να τα καταλάβει κι η απώλειά του θα είναι αναντικατάστατη σε έναν κόσμο που αλλάζει κι όσο αλλάζει μας τρομάζει.....