Financial Sector Taxation: Πώς η κυβέρνηση σήκωσε «λευκή σημαία» στις τράπεζες και τους κερδοσκόπους - Το παρασκήνιο
Financial Sector Taxation / Πώς η κυβέρνηση σήκωσε «λευκή σημαία» στις τράπεζες και τους κερδοσκόπους - Το παρασκήνιο
Financial Sector Taxation / Πώς η κυβέρνηση σήκωσε «λευκή σημαία» στις τράπεζες και τους κερδοσκόπους - Το παρασκήνιο
Από τους «λεονταρισμούς» για τη φορολόγηση στα υπερκέρδη των τραπεζών στην υπαναχώρηση.
Στροφή 180 μοιρών έκανε η κυβέρνηση στο θέμα της φορολόγησης των τραπεζικών υπερκερδών, καθώς παρά τις επίσημες διαρροές αλλά και τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου που άφηναν το θέμα ανοιχτό, το θέμα «μαζεύτηκε» άρον-άρον από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Η πίεση στις τραπεζικές μετοχές στο Χρηματιστήριο, αλλά και οι πιέσεις από το τραπεζικό «ιερατείο», δημιούργησε το φόβο ότι θα κλονιστεί η εισροή κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα τα οποία η κυβέρνηση παρουσιάζει ως ένδειξη επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής, παρόλο που στην πραγματικότητα οι ξένοι επενδυτές αγοράζουν ελληνικές τραπεζικές μετοχές -αλλά και άλλες- ακριβώς επειδή είναι σε θέση να παράγουν υπερκέρδη χάρη στα καρτέλ που διατηρούνται στις τράπεζες και σε άλλους κλάδους.
Η κυβέρνηση αρχικά σχεδίαζε να παρουσιάσει μέτρα παρόμοια με εκείνα της κυβέρνησης Σάντσεθ στην Ισπανία, η οποία παρέτεινε και αύξησε την έκτακτη φορολόγηση στα «ουρανοκατέβατα» τραπεζικά κέρδη. Σκοπός της κυβέρνησης ήταν να αντιμετωπίσει τη δημοσκοπική φθορά η οποία καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, φανερές και κρυφές, στις οποίες η δυσαρέσκεια των πολιτών για την οικονομία και ειδικά για τα τραπεζικά θέματα βρίσκονται ψηλά.
«Έκλεισε» το θέμα ο Μητσοτάκης
Ενδεικτικό του κυβερνητικού σχεδιασμού που υπήρχε στο παρασκήνιο είναι ότι το θέμα έμενε ανοιχτό επί μέρες, παρά το γεγονός ότι η σχετική φημολογία είχε προκαλέσει πτώση στις τραπεζικές μετοχές και μόλις χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «έκλεισε» το θέμα με δηλώσεις του σε επενδυτικό συνέδριο της Morgan Stanley που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο.
Η πορεία των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο, αλλά και οι πιέσεις που ασκήθηκαν από το τραπεζικό «ιερατείο» εντός και εκτός της χώρας ήταν αρκετές για να αποσυρθούν οι όποιες σκέψεις.
Βασικό στοιχείο του προβληματισμού ήταν ότι η επιβολή έκτακτης φορολογίας θα δημιουργούσε πρόβλημα στις εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό οι οποίες κατά κύριο λόγο απευθύνονται σε βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις σε χαρτιά, όπως μετοχές και ομόλογα, οι οποίες διασώζουν σε κάποιο βαθμό το ισοζύγιο πληρωμών, αλλά είναι ευμετάβλητες καθώς σήμερα έρχονται, αλλά αύριο φεύγουν.
Οι τοποθετήσεις σε «χαρτιά» είναι βραχυπρόθεσμες και αυξήθηκαν το 2024, σε αντίθεση με τις άμεσες επενδύσεις, οι οποίες έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και τοποθετούνται σε πάγια περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα, υποδομές και εξοπλισμό.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη «πραγματική οικονομία» μειώθηκαν φέτος, κατά 18% στο εννεάμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό, γεγονός που διαψεύδει τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι η Ελλάδα έχει γίνει “επενδυτικός προορισμός”.
Υπερκέρδη χάρη στα καρτέλ
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα προσελκύει κυρίως βραχυπρόθεσμες και ευκαιριακές τοποθετήσεις στο χρηματιστήριο, οι οποίες ελκύονται από τα υψηλά περιθώρια κέρδους που έχουν οι μετοχές εταιρειών οι οποίες ωφελούνται από τις ολιγοπωλιακές καταστάσεις, όπως κατ΄ εξοχήν είναι οι τράπεζες, αλλά και επιχειρήσεις σε άλλους κλάδους.
Οι ξένοι επενδυτές δηλαδή αγοράζουν ελληνικές μετοχές επειδή οι εταιρείες βγάζουν υπερκέρδη χάρη στα καρτέλ, όπως το τραπεζικό και όχι μόνον αυτό. Εάν τα υπερκέρδη φορολογηθούν, δεν έχουν λόγο να επενδύσουν.
Έχοντας επίγνωση της κατάστασης αυτής, η κυβέρνηση φοβήθηκε ότι η έκτακτη φορολογία των τραπεζικών κερδών θα οδηγούσε σε μείωση των εισροών κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα ίσως και σε έξοδο κεφαλαίων και μάλιστα σε μια περίοδο που αναμένεται αυξημένη αστάθεια στις κεφαλαιαγορές, λόγω και των πολιτικών προβλημάτων στη Γαλλία.
Αντ΄ αυτού ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης για να αντισταθμίσει επικοινωνιακά τα πράγματα, προανήγγειλε σήμερα παρεμβάσεις για τραπεζικά θέματα «που ενοχλούν την κοινωνία» όπως ανέφερε σε συνέντευξή του, φωτογραφίζοντας τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων, καθώς και τα υψηλότατα επιτόκια δανείων και τις υψηλές προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες για τις απλές καθημερινές συναλλαγές.
Επικοινωνιακή διαχείριση
Τα επερχόμενα μέτρα δεν εξειδικεύτηκαν, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι δύσκολα θα έχουν το όποιο αποτέλεσμα, πέραν της όποιας επικοινωνιακής διαχείρισης από την κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τραπεζικές προμήθειες, για τις οποίες οι τράπεζες είχαν καταδικαστεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού πριν από ένα χρόνο και τους είχε επιβληθεί πρόστιμο 42 εκατ. ευρώ, για «εναρμονισμένες πρακτικές» δηλαδή για την ύπαρξη καρτέλ. Παρά την καταδίκη και τα -ασήμαντα σε σχέση με τον όγκο των τραπεζικών προμηθειών- πρόστιμα, όμως, τα έσοδά τους από προμήθειες αυξήθηκαν κατά 14,4% και έφτασαν τα 1,54 δισ. ευρώ στο πρώτο εννεάμηνο του χρόνου.
Είναι δηλαδή προφανές ότι οι τράπεζες είναι σε θέση να παρακάμψουν τις όποιες κυβερνητικές προβλέψεις για προμήθειες και επιτόκια, αφού θα βρουν άλλους τρόπους να επιβάλουν χρεώσεις.
Στο «τραπέζι» πλέον μένει η πρόταση που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ σήμερα για έκτακτη εισφορά στα τραπεζικά κέρδη για τις χρήσεις 2023-2024, με συντελεστή 5% επί των κερδών προ φόρων, εφόσον τα κέρδη αυτά υπερβαίνουν το ποσό των 400 εκατ. ευρώ ανά χρήση.
Τα κέρδη των 4 συστημικών τραπεζών, που έχουν επωφεληθεί με κεφαλαιακές ενέσεις άνω των 40 δισ. ευρώ με δημόσιο χρήμα και κρατικές εγγυήσεις άνω των 30 δισ. ευρώ, ανέρχονται σε περισσότερα από 12 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία.
Από πού βγαίνουν τα κέρδη
Το χειρότερο είναι ότι σχεδόν 80% των κερδών αυτών προέρχεται από «γυρίσματα» των καταθέσεων για τις οποίες πληρώνουν σχεδόν μηδενικό τόκο στους αποταμιευτές, αλλά εκμεταλλεύονται τα χρήματα τοποθετώντας τα για δικό τους όφελος σε υψηλότοκες καταθέσεις στην ΕΚΤ και σε ομόλογα. Σημαντικό μερίδιο στα κέρδη έχουν και οι προμήθειες που χρεώνουν, ομοιόμορφα και χωρίς ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Η βασική στρέβλωση της αγοράς είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, μετά τη Λετονία και τη Λιθουανία, όπως αναφέρει και το ΠΑΣΟΚ στην Αιτιολογική Έκθεση της τροπολογίας που κατέθεσε.
Επιπλέον, η σημαντική αύξηση της κερδοφορίας σε ετήσια βάση των ελληνικών συστημικών τραπεζών οφείλεται και στο γεγονός ότι τα έσοδα από τόκους αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των οργανικών εσόδων τους σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των εσόδων από τόκους στα συνολικά λειτουργικά έσοδα διαμορφώθηκε (δεύτερο τρίμηνο 2024) σε ποσοστό άνω του 78% για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις συστημικές τράπεζες της Ε.Ε. ήταν γύρω στο 60%, γεγονός που καταδεικνύει τη συμβολή του υψηλού περιθωρίου επιτοκίου στη δημιουργία απροσδόκητων κερδών.