Ο νομικός ορισμός της άμυνας είναι ο εξής:
Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει κάποιος για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον, από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του
Από τον ορισμό αυτό προκύπτουν κάποιες βασικές αρχές που ισχύουν στην νόμιμη άμυνα προκειμένου αυτή να μην τιμωρηθεί.
Καταρχάς θα πρέπει η εναντίον μας επίθεση να είναι άδικη και παράνομη. Έτσι π.χ. κάποιος που πυροβολεί αστυνομικό που φέρει εντολή εισαγγελέα ή δικαστικό κλητήρα που έρχεται να του κατασχέσει πράγματα δεν είναι σε άμυνα διότι οι ανωτέρω λειτουργούν στα πλαίσια του νόμου.
Θα πρέπει άμυνα και επίθεση να ταυτίζονται χρονικά ή τουλάχιστον να είναι πολύ κοντά π.χ. δεν νοείται άμυνα εάν το θύμα πυροβολήσει τον δράστη μια εβδομάδα μετά.
Η άμυνα οφείλει να είναι η αναγκαία
Αν έχουμε υπέρβαση του αναγκαίου ορίου και μέτρου η πράξη άμυνας ενδέχεται να τιμωρηθεί π.χ. αν κάποιος μας επιτεθεί λεκτικά, η άμυνα με πυροβολισμό θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση.
Κριτήρια για το αναγκαίο μέτρο της άμυνας είναι η επικινδυνότητα, το είδος, ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης, η βλάβη που επεδίωκε ο επιτιθέμενος.
Όταν κάποιος υπερβαίνει το μέτρο της άμυνας, τιμωρείται αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, ενώ αν έγινε η υπέρβαση από αμέλεια την ποινή που προβλέπεται για το αντίστοιχο έγκλημα αμέλειας.
Αν η υπέρβαση οφείλεται στον φόβο ή την ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, τότε μένει ατιμώρητος π.χ. αν διαπιστώσει έντρομος μέσα στην νύχτα ότι έχει μπει διαρρήκτης στην οικία του και τον πυροβολήσει, ακόμα και αν ο επίδοξος ληστής ήταν άοπλος, τότε ο αμυνόμενος θα κριθεί ατιμώρητος.
Ο αμυνόμενος μπορεί να τιμωρηθεί για παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Δεν συνιστούν όπλα τα μαχαίρια που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή χρήση. Η κατοχή όπλων είναι γενικά παράνομη, εκτός αν ο κάτοχος έχει εφοδιαστεί με ειδική άδεια από την οικεία αστυνομική αρχή. Δεν απαιτείται άδεια για κατοχή αεροβόλου ή ψαροντούφεκου.