Χρήστος Βερώνης

Βράβευση Χρήστου Βερώνη από την ΠΕΔ Νοτίου Αιγαίου, 12 Νοεμβρίου 2016 (Αριστερά ο Δήμαρχος Σύρου Γιώργος Μαραγκός και δεξιά ο Δήμαρχος Ρόδου

Χρήστος Βερώνης
Χρήστος Βερώνης

Βράβευση Χρήστου Βερώνη από την ΠΕΔ Νοτίου Αιγαίου, 12 Νοεμβρίου 2016 (Αριστερά ο Δήμαρχος Σύρου Γιώργος Μαραγκός και δεξιά ο Δήμαρχος Ρόδου και πρόεδρος της ΠΕΔ Φώτης Χατζηδιάκος )

Η μεγαλύτερη κατάρα που μπορεί να δoθεί σε έναν άνθρωπο της πολιτικής και της επικοινωνίας, είναι η φιλοτέχνηση της εικόνας ενός πολιτικού προσώπου το οποίο όμως δε σέβεται ούτε ως προσωπικότητα, ούτε ως πολιτική persona.

Στην περίπτωση του Χρήστου Βερώνη, ευτυχώς για εμένα, ο παραπάνω κανόνας δεν ισχύει.

Ποιος όμως είναι στα αλήθεια ο Χρήστος Βερώνης; Πόσο πραγματικά τον ξέρουμε; Πως έφθασαν πολλοί συμπατριώτες μας να τον αντιμετωπίζουν ως πολιτικό μεσσία; Aς πάμε λίγο πιο πίσω.......

Ο Χρήστος Βερώνης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πολιτικού. Στα 18 χρόνια που διοίκησε τον δήμο ουκ ολίγες φορές χαρακτηρίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους μεταξύ άλλων ως απόλυτος, συγκρουσιακός συγκεντρωτικός, παρορμητικός, εσωστρεφής, συντηρητικός.

Ενώ για την πλειοψηφία υπήρξε δυναμικός, πείσμων και εργατικός στα όρια του κόκκινου, οραματιστής και πραγματιστής. Αποτέλεσε για δεκαετίες ένα είδος πολιτικού τοτέμ. Συνήθως, οι εκλογές τελείωναν πριν καλά- καλά αρχίσουν.

Το γεγονός ότι η Μύκονος φάνταζε ως ένας δήμος-πρότυπο με μεγάλα έργα υποδομής, στέρεα αναπτυξιακά σχέδια και υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα αρκούσαν ως επιχειρήματα για να τον κάνουν άτρωτο.

Ακόμα και τη μια φορά που η εκλογική μάχη υπήρξε αμφίρροπη, οι λόγοι δεν είχαν να κάνουν με την πολιτική του, αλλά με εξωγενής παράγοντες και ακραίες λαϊκίστικες πρακτικές.

Κάποια στιγμή όλα τα ωραία τελειώνουν. Ο πρώην δήμαρχος αποχωρεί, ο δήμος συνεχίζει ομαλά να λειτουργεί και ξαφνικά έναν «μπαμ» φαίνεται να τινάζει στον αέρα τους κόπους και την υστεροφημία δεκαετιών.

Τόνοι λάσπης, συκοφαντίας και παραπληροφόρησης από «φίλους» και εχθρούς στήνουν τον μέχρι εκείνη τη στιγμή άτρωτο πολιτικό στον τοίχο.

Απωθημένα ετών, προσωπικά μίση, ανθρώπινες αδυναμίες μετατρέπουν κάποιους σε εισαγγελείς που έχουν ήδη βγάλει καταδικαστική απόφαση. Θέλουν να τον τελειώσουν, να τον ισοπεδώσουν.

Εκείνος, η γυναίκα του και το παιδί του, βιώνουν τον δικό τους γολγοθά. Στιγμές μοναξιάς, απογοήτευσης και αναστοχασμού διαδέχονται η μια την άλλη έως τη μέρα της δικαίωσης που έρχεται με πανηγυρικό τρόπο.

Με μια λιτή δήλωση, χωρίς συνεντεύξεις και τυμπανοκρουσίες, δέχεται την αποκατάσταση της φήμης του, τη στιγμή που το πολιτικό ρολόι της Μυκόνου γυρίζει σε ρυθμούς Αραβικής μουσικής.

Η Μύκονος έχει, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται γυρίζει οριστικά σελίδα. Όλα μοιάζουν ιδανικά. Σαμπάνιες, μοντέλα, λούστρος και εφέ έχουν ραντίσει με χρυσόσκονη ευτυχίας τα κεφάλια πολλών.

Κάποιοι ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, ενώ ο αθηναϊκός τύπος αλλά και η ίδια η ζωή δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Με απότομο και ασύνταχτο τρόπο το νησί μεγαλώνει «επιχειρηματικά», την ίδια στιγμή που η ταυτότητά του, η ιδιαιτερότητά του και οι πολιτισμικές του αποχρώσεις αλλοιώνονται.

Πλέον η Μύκονος μιμείται άλλα πρότυπα, και οι Μυκονιάτες χρόνο με το χρόνο από ιδιοκτήτες μετατρέπονται σε φιλοξενούμενους στο τόπο τους. Δεν είναι λίγες οι κραυγές αγωνίας για το «νησί που χάνετε».

Παραδοσιακοί φίλοι και επισκέπτες του νησιού το εγκαταλείπουν με πίκρα, ενώ την ίδια στιγμή οι υποδομές του νησιού λειτουργούν με τα καύσιμα της περιόδου Βερώνη.

Δεν είναι λίγοι που υπογραμμίζουν ότι το νησί μπήκε σε ένα στάδιο παρατεταμένης παρακμής. Κάποια σημάδια προδίδουν αυτή την εξέλιξη. Η τοπική οικονομία βασισμένη στην μικρή και μεσαία οικογενειακή επιχείρηση πλήττεται.

Το πολιτικό σύστημα, οι δομές του και το πολιτικό του προσωπικό με εκφραστή τον δήμαρχο αμφισβητούνται.

Ομαδικές αποχωρήσεις συμβούλων, επιστολές παραίτησης συναντιούνται με την κοινωνία ως έτοιμη από καιρό να φωνάξει το «μέχρι εδώ ήταν».

«Κάτι πρέπει να αλλάξει. Θα χάσουμε τον τόπο μας αν συνεχίσουμε έτσι.».

Ο μοναχικός άνθρωπος του Νταβιά, ο θεμελιωτής της Μυκονιάτικης τουριστικής άνοιξης, εμφανίζετε ακόμα και από ιστορικούς του αντιπάλους ως η μοναδική λύση για την σωτηρία του νησιού.

Και ενώ ο ίδιος ποτέ δεν το επιδίωξε, οι συγκυρίες τον έφεραν πάλι στο προσκήνιο ώστε να κάνει καλύτερα εκείνο που μόνο αυτός ξέρει: την θεωρία πράξη στα όρια της εμμονής.

Και σ’ αυτό του το πάθος επενδύουν οι περισσότεροι Μυκονιάτες που θέλουν να δουν τη Μύκονο πάλι πρώτη, αλλά με ευδιάκριτη ταυτότητα.

Σύγχρονη με το βλέμμα στο μέλλον, αλλά και με σεβασμό στο παρελθόν και στις ρίζες της.

Αν πάλι με ρωτάτε προσωπικά ποιο είναι το μεγαλύτερο προσόν του Χρήστου Βερώνη, θα σας απαντούσα η ενστικτώδεις ευστροφία του.

Τον θεωρώ ως ένα μεγάλο πολιτικό ισορροπιστή μεταξύ ρεαλισμού και ρομαντισμού.

Και όσοι από εμάς κατά καιρούς γκρινιάζαμε για κάποιες του επιλογές, αντιληφθήκαμε ότι στην θέση του μάλλον θα είχαμε πετύχει πολύ λιγότερα.

Δεν είναι και το ποιο εύκολο πράγμα να συνταιριάξεις συμφέροντα, απόψεις, προσδοκίες και οράματα και την ίδια στιγμή να σκέφτεσαι πως δεν θα αδικήσεις συμπολίτες σου, πως θα κάνεις κοινωνική πολιτική, πως θα ισορροπήσεις το μεγάλο πλούτο με ανθρώπους του μόχθου και της καθημερινότητας.

Αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα στο πλαίσιο της κοινωνίας που ζούμε, ο Χρήστος Βερώνης ήταν κατά γενική ομολογία ένας πολύ πετυχημένος δήμαρχος.

Αυτό διαπιστώνετε και σήμερα αν κρίνουμε ψυχρά τον βαθμό της κοινωνικής του αποδοχής αλλά και της συσπείρωσης προσώπων γύρω από την υποψηφιότητά του.

Ζώντας τον κάθε μέρα από κοντά, διαπιστώνω ότι το άγχος του για τη Μύκονο την αυριανής μέρας είναι το ίδιο όπως τότε, που σχεδόν παιδί, έγινε για πρώτη φορά δήμαρχος.

Ξυπνάει πιο νωρίς από όλους μας, τρέχει πιο πολύ από όλους μας, σκέφτεται πιο γρήγορα από όλους μας.

Και αν τον ζαλίζω κάθε μέρα με τα επικοινωνιακά θέλοντας να τον βάλω στην νέα εποχή, εκείνος μου λέει «Νίκο, το νησί θέλω να σώσω, και άσε για τους άλλους αυτά». Ίσως να έχει δίκιο.

Χρήστο, καλώς ήρθες.

Νίκος Κάπλαντζης πολιτικός επιστήμονας