Mykonos Ano Mera: Aβεστοκάμινα και Ασβεστοποιοί της Ανω Μεράς, της Ευαγγελίας Κοντού 

Mykonos Ano Mera / Το καμίνι οι Ανωμερίτες, (ο μπάρμπα Πέτρος Κοντός του Παναγιώτη «Πανέλιος», ο μπάρμπα Φιλιππής Κοντός «Πανέλιος» ήταν ο χτίστης, ο μπάρμπα Νικόλας Ζουγανέλης του Θοδωρή «Νικολαρίδι», ο μπάρμπα  Γιώργης Κουσαθανάς (Λαζαριανός), ο μπάρμα Σταύρος ο Παπουτσάς και άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι)   το έστηναν στη Φτελιά για να είναι κοντά στο Μαρμαρονήσι ( νησάκι  ΒΑ του νησιού) απ΄ όπου έβγαζαν την ασβεστόπετρα

Mykonos Ano Mera: Aβεστοκάμινα και Ασβεστοποιοί της Ανω Μεράς, της Ευαγγελίας Κοντού 

Η παρασκευή του ασβέστη ήταν γνωστή κατά τους Βυζαντινούς και πρώτους Χριστιανικούς χρόνους κι αυτό φαίνεται από τους Βυζαντινούς ναούς που σώζονται ως τις μέρες μας. Ο ασβέστης σαν πρώτη ύλη μαζί με σαντορινιό χώμα και πέτρες έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο στην ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής κατασκευής όλων των κτισμάτων που σήμερα καμαρώνουμε και που εκφράζουν τον λαϊκό μας πολιτισμό. Εκατοντάδες δημόσια κτίρια, εκκλησίες, νερόμυλοι, σχολεία, υδραγωγεία και άλλα μνημεία νερού, ακόμα φρούρια και λιμάνια κοσμούν με την παρουσία τους την Ελλάδα.

Καμίνια δεν έκαναν μόνο όσοι σχεδίαζαν να χτίσουν δικό τους σπίτι αλλά, έφτιαχναν και για οικονομικούς λόγους, για να πουλήσουν δηλαδή τον ασβέστη.

Πρώτα επέλεγαν την τοποθεσία. Έπρεπε να έχει πολύ φρύγανο  και κατάλληλη ασβεστόπετρα, για να μη χρειάζεται η μεταφορά τους σε απόσταση.

Αφού επέλεγαν τη θέση του καμινιού, άρχιζαν το κόψιμο των φρυάνων. Η δουλειά αυτή συνήθως άρχιζε το Μάη.

Το προς καύση υλικό έπρεπε να είναι γερό για να βγάζει δυνατή φωτιά. Όχι αστιβίδες που καίγονται με στιγμιαία φλόγα, αλλά  κυρίως, φρύανα (φρύγανα) ,θαμνώδη πουρνάρια).Τα μετέφεραν μέρες και η ποσότητα ήταν περίπου διακόσια γομάρια.

    Τα φρύγανα τα έφτιαχναν μεγάλα όρθια κυλινδρικά δεμάτια έτσι ώστε να μπορούν να σηκωθούν στον ώμο για να μεταφερθούν, καρφώνοντας στο κέντρο τους ένα μακρύ και γερό ξύλο. Έβαζαν πάνω σε κάθε δεμάτι δυο-τρεις μεγάλες πέτρες για να μη τις σκορπίσει ο αέρας, αλλά και για να καθίσουν  και να σηκώνονται αργότερα εύκολα για τη μεταφορά τους. Τέτοια δεμάτια έπρεπε να ετοιμάσουν από 300 ως 500 και περισσότερα, ανάλογα με το μέγεθος του καμινιού.

Το καμίνι οι Ανωμερίτες, (ο μπάρμπα Πέτρος Κοντός του Παναγιώτη «Πανέλιος», ο μπάρμπα Φιλιππής Κοντός «Πανέλιος» ήταν ο χτίστης, ο μπάρμπα Νικόλας Ζουγανέλης του Θοδωρή «Νικολαρίδι», ο μπάρμπα  Γιώργης Κουσαθανάς (Λαζαριανός), ο μπάρμα Σταύρος ο Παπουτσάς και άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι)   το έστηναν στη Φτελιά για να είναι κοντά στο Μαρμαρονήσι (νησάκι  ΒΑ του νησιού) απ΄ όπου έβγαζαν την ασβεστόπετρα. 

Επίσης μαρμαρόπετρα βγάνανε στα Κανάλια (Δ προς τη Δήλο) –είχε και καμίνια εκεί (ασβεστοκάμινα),το Διακόφτ΄ (απέναντι στη Δήλο).

Την ασβεστόπετρα την μετέφεραν με καΐκια από το νησάκι που βρίσκεται στην είσοδο του Πάνορμου το Μαρμαρονήσι στον Ταρσανά στη Φτελιά. Την ασβεστόπετρα την έβγαζαν συνήθως με φουρνέλα μαρμαροκόποι. Φόρτωναν τις πέτρες στα καΐκια και τις πήγαιναν να τις ξεφορτώσουν στον Ταρσανά.  Ήταν φορές που η κακοκαιρία δεν επέτρεπε στα καΐκια  να επιστρέψουν από το νησάκι και παρέμεναν στον άγιο Σώστη μέχρι να πέσει ο καιρός.  Άλλοτε πάλι αναγκάζονταν λόγω καιρού να ρίξουν την ασβεστόπετρα στη θάλασσα για να μην ανατραπεί το καΐκι. Από τον Ταρσανά την μετέφεραν στο καμίνι που ήταν καμιά τρακοσάρια μέτρα πιο πάνω.

    Ύστερα έσκαβαν το λάκκο του καμινιού, κυλινδρικό με διάμετρο από 8 ως 12 ποδάρια (1 ποδ. = το μήκος ενός παπουτσιού μέσου άνδρα, 30 εκ.) και βάθος 2 μέτρα και παραπάνω. Έχτιζαν εσωτερικά, να ακουμπούν στην περίμετρο του λάκκου, τις ασβεστόπετρες. Λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους οι πέτρες γύριζαν προς το κέντρο και σχημάτιζαν θόλο (κλείδωμα του καμινιού), ενώ προς τα βόρεια  άφηναν την ποριά, (είσοδο) από όπου θα έμπαιναν τα φρύανα. Συνέχιζαν να φορτώνουν ασβεστόπετρεςή αλλιώς μαραμαρόπετρες πάνω στο θόλο, όσο ανέβαιναν ψηλότερα τόσο μικρότερες και στο πάνω μέρος όλο χαλίκια. Στο όρθιο τμήμα του καμινιού που ήταν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, χτιζόταν εξωτερικά διπλός τοίχος με χώμα στη μέση για να μη φεύγει πλάγια η θερμότητα. Έτσι το καμίνι έμοιαζε με ένα τεράστιο φούρνο. Το στήσιμο της ασβεστόπετρας στο καμίνι και προπάντων το γύρισμα σε θόλο, το κλείδωμα, απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες και πείρα. Δυο-τρεις τέτοιοι μαστόροι υπήρξαν.
    
    Όταν όλα ήταν έτοιμα, άναβαν το καμίνι κι άρχιζε η πιο κουραστική δουλειά του καψίματος. Ο καιρός είχε στρώσει, από τις  αρχές του Μάη και ύστερα.
    
    Επί τρία εικοσιτετράωρα περίπου έπρεπε να ρίχνουν συνεχώς φρύανα στις αδηφάγες φλόγες του καμινιού. Τώρα χρειαζόταν βοήθεια. Δεν έφταναν τα  χέρια των 2, 3, ή 4 συνεταίρων. Προσέρχονταν  εθελοντικά για συνδρομή συγγενείς και φίλοι.
    
    Ένας, συνεχώς, έριχνε δηλαδή τα φρύανα  μέσα στο καμίνι. Με ένα δρεπάνι ξεντέριζε τη δεματιά , ξεμπέρδευε δηλαδή το ένα από το άλλο τα δεμάτια , και με το  διχαλωτό μακρύ σίδερο (τόχε φέρει ο μπάρμπα- Πέτρος απ’ την Αθήνα), τα έπιανε και τα έσπρωχνε στις φλόγες. Ζόρικη δουλειά. Πιάνονταν τα χέρια, φλογιζόταν το κορμί. Οι άλλοι κουβαλούσαν συνεχώς δεμάτια κοντά στο καμίνι για να τις έχει δίπλα του αυτός που έριχνε τα φρύανα στο καμίνι.   Το απόγευμα έπρεπε να συγκεντρωθούν πάρα πολλά δέματα πλάι στο καμίνι, για να μην αναγκάζονται να κάνουν αυτή τη δουλειά όλη νύχτα, να κατασκοτώνονται με το σκοτάδι στις κακοτράχαλες χαλικοπούλες.
    
    Οι θερμοκρασίες ξεπερνούσαν τους 1000 βαθμούς κελσίου .Οι βάρδιες του ταΐσματος με φρύανα  ήσαν συνήθως τρία άτομα ενώ οι κουβαλητές των φρυάνων ξεπερνούσαν τους 7-8 νοματέους. 
    Οι γυναίκες κουβαλούσαν φαγητά, κρασιά, νερό, συμπονούσαν.
    
    Κι όταν τα δέματα τέλειωναν και το καμίνι έβγαζε γαλάζιες φλόγες είχε κιόλας ψηθεί. Το άφηναν καμιά δεκαριά μέρες να κρυώσει, και άρχιζε το κουβάλημα του ασβέστη σε τσουβάλια με τους γαϊδάρους στο χωριό.
    
    Για να χρησιμοποιήσουν  τον ασβέστη έπρεπε πρώτα να τον σβήσουν. Όπως ήταν οι πέτρες ψημένες, τις έβαζαν σιγά σιγά μέσα σε έναν μεγάλο ασβεστόλακο όπου έριχναν  αρκετό νερό, ενώ συγχρόνως τον ανακάτευαν. Τότε αναπτύσσονταν πολύ υψηλές θερμοκρασίες και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, διότι όπως λιώνει ο ασβέστης χοχλάζει και αναπηδά και όσοι είναι κοντά κινδυνεύουν από εγκαύματα. Παράλληλα, βγαίνουν πυκνοί υδρατμοί που είναι κι αυτοί εξίσου επικίνδυνοι σε ζώα, ανθρώπους ακόμα και σε δέντρα. Τον ασβεστόλακκο, τον  περιέφραζαν για να αποφύγουν ατυχήματα.

    Μετά το σβήσιμο τον προόριζαν για το σπίτι τους ή και για πούλημα
    
    Αν το καμίνι είχε επιτυχία, ανάλογα και πόσα ποδάρια ήταν, μπορούσε να βγάλει και 10.000 οκάδες (12.800 κιλά )ασβέστη. Μερικές φορές όμως δεν πετύχαινε 100%. Δεν ψηνόταν καλά όλη η πέτρα κι όταν σβήνανε τον ασβέστη στον ασβεστόλακκο ήταν γεμάτος παράκουκα-απάσβεστο (κομμάτια άψητη πέτρα).

 

Η τεχνολογική πρόοδος που παρουσιάστηκε μεταπολεμικά και που συνεχίζεται ακάθεκτα στις μέρες μας, επηρέασε αποφασιστικά όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επόμενο ήταν να αλλάξει και ο τρόπος παραγωγής όλων των ειδών που καλύπτουν τις ανθρώπινες ανάγκες. Έτσι λοιπόν πολλά από τα επαγγέλματα χάθηκαν και δημιουργήθηκαν άλλα. Ένα από τα θύματα της αλλαγής ήταν και το ασβεστοκάμινο.
    
    Η επιστημονική ονομασία του ασβέστη είναι οξείδιο του ασβεστίου, ενώ του σβησμένου είναι υδροξείδιο του ασβεστίου. Όταν ο ασβέστης ψηθεί με άργιλο και διοξείδιο του πυριτίου, μας δίνει το γνωστό τσιμέντο, που μαζί με άμμο δίνει το μπετόν και με σίδερο το μπετόν αρμέ.
    
    Ο ασβέστης όμως είναι και θέμα υγείας, απολυμαντικό στη γεωργία, είναι καθαριότητα, αρχοντιά και ομορφιά. Τα χρόνια που υπήρχαν γειτονιές με σπίτια χαμηλά και πεζούλια, οι άνθρωποι φρόντιζαν την καθαριότητα ρίχνοντας αρκετό ασβέστη. Μύριζε ο τόπος ασβέστη. Ιδίως σε μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα, της Παναγίας), όλα έλαμπαν και οι ασβεστάδες έκαναν χρυσές δουλειές.
    
    Σήμερα τα νησιά μας διατηρούν τα λευκά τους, χάρις στον ασβέστη που ρίχνουν αφειδώς στα σπίτια, στους δρόμους, στους κορμούς των δέντρων, παντού. 
    
    Πόλεις και χωριά της Ελλάδας έχουν πάρει το όνομά τους από τον ασβέστη όπως: Ασβεστοχώρι Θεσ/νίκης, το Ασβεστοχώρι Ιωαννίνων, η Ασβεστόπετρα του Ν. Κοζάνης, το Ασβεστωτό Γαύδου, αλλά και επώνυμα οικογενειών φέρουν το όνομά του όπως: Ασβεστάς, Ασβεστόπουλος, Ασβεσταδέλης κ.ά.
    
    Σήμερα η διαδικασία της ασβεστοποίησης έχει αλλάξει. Γίνεται σε ειδικούς χώρους μόνιμους με οργανωμένα εργοτάξια, η μεταφορά του πολτού γίνεται με ειδικά αυτοκίνητα και σάκους, καθώς και το σβήσιμό του γίνεται πιο ακίνδυνα. Σήμερα τα ασβεστοκάμινα έχουν περάσει στην ιστορία. Οι περισσότεροι ασβεστάδες έχουν πεθάνει. Τα καμίνια χάσκουν προς τον ουρανό, γκρεμισμένα, χορταριασμένα, γεμάτα κλαδιά θυμίζουν στον περαστικό μια παλιά εποχή, θυμίζουν τους συμπαθητικούς ασβεστάδες με τα σιδερένια μπράτσα, την αντοχή, την υπομονή και τη θέληση για δουλειά, για ένα καλύτερο μέλλον.

Το δημοσιεύω στη μνήμη του πατέρα μου Μιχάλη Κοντό του Πέτρου (Πανέλιο ) που με βοήθησε και στάθηκε δίπλα μου αρκετές ώρες  να κρατήσω ζωντανά στη μνήμη μου αλλά και να μάθω ακόμη περισσότερα για το ασβεστοκάμινο στη Φτελιά.

Ευαγγελία Μιχ. Κοντού

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
Κουδουνέλης Χ. Κλ. «Ασβεστοποιία και ασβεστοποιοί της Αγιάσου», Αγιάσος, 1994
Δημητρίου Ν., Λαογραφικά της Σάμου, Αθήνα, 1986
Σταύρος Μάνεσης, Ιστορικό Λεξικό του Μυκονιάτικου Ιδιώματος, Δήμου Μυκονίων