Ποινικός Κώδικας: Φωτογραφική διάταξη αμνηστεύει τραπεζικά στελέχη από κάθε ποινική ευθύνη

Η εξαίρεση των τραπεζών από τις αυτεπάγγελτες εισαγγελικές διώξεις παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ισότητας και προσβάλλει βάναυσα την κοινή

Ποινικός Κώδικας: Φωτογραφική διάταξη αμνηστεύει τραπεζικά στελέχη από κάθε ποινική ευθύνη
Ποινικός Κώδικας: Φωτογραφική διάταξη αμνηστεύει τραπεζικά στελέχη από κάθε ποινική ευθύνη

Η εξαίρεση των τραπεζών από τις αυτεπάγγελτες εισαγγελικές διώξεις παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ισότητας και προσβάλλει βάναυσα την κοινή λογική. Παραβιάζοντας ωμά την αρχή της ισότητας και της ισονομίας, δηλαδή το άρθρο 4 του Συντάγματος, η κυβέρνηση με νέα φωτογραφική διάταξη αμνηστεύει, εκ προοιμίου ή εκ των υστέρων, τα τραπεζικά στελέχη από κάθε ποινική ευθύνη για αδικήματα που διαπράττουν......

Κατατέθηκαν χθες στη Βουλή οι τελικές αλλαγές των νέων Κωδίκων και ειδικότερα του Ποινικού Κώδικα. Μεγάλη ανακούφιση πρέπει να αισθάνονται σήμερα στελέχη και διοικήσεις τραπεζών που σέρνονται στα δικαστήρια επειδή έδωσαν μερικά δισ. σε «θαλασσοδάνεια» και τώρα απαλλάσσονται -εκ προοιμίου ή εκ των υστέρων (λόγω ευνοϊκότερης διάταξης)- από κάθε ποινική ευθύνη.

Η εμπλουτισμένη από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, προσπαθώντας να διορθώσει την πρώτη εκδοχή αλλαγών που συντάχθηκαν επί νέας κυβέρνησης, προχώρησε στη χειρότερη δυνατή εκδοχή, παραβιάζοντας ωμά την αρχή της ισότητας και της ισονομίας, δηλαδή το άρθρο 4 του Συντάγματος: «Oι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Oι Ελληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Σύμφωνα λοιπόν με τον νέο Ποινικό Κώδικα, οι Ελληνες και οι Ελληνίδες πλην των τραπεζικών στελεχών είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.

Ο Ποινικός Κώδικας που ψηφίστηκε επί ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε (άρ. 405) για τα αδικήματα της απιστίας ότι: εφόσον ήταν σε βαθμό πλημμελήματος και προκειμένου να συνεχιστεί ή να ασκηθεί μια νέα δίωξη θα έπρεπε να προηγηθεί έγκληση (μήνυση) του θύματος π.χ. από τη διοίκηση ενός φορέα ή από ιδιώτη κ.λπ. Αντίθετα, η δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, δηλαδή για ποσά άνω των 120.000 ευρώ (π.χ. τράπεζες, ΚΕΕΛΠΝΟ, Γηροκομείο κ.λπ.), παρέμενε ως αυτεπάγγελτη, δηλαδή στην αρμοδιότητα των εισαγγελικών αρχών.

Με τον τρόπο αυτό εκατοντάδες υποθέσεις μικρής σημασίας μπορούσαν να απαλλάξουν από φόρτο τη Δικαιοσύνη, αλλά οι σοβαρές υποθέσεις απιστίας και ειδικότερα βλάβης του δημοσίου συμφέροντος εξακολουθούσαν να αποτελούν αρμοδιότητα του εισαγγελέα.

Η νέα Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (που συστάθηκε επί Ν.Δ.) προέβλεπε -στις αλλαγές που έθεσε σε ανοιχτή διαβούλευση- την πλήρη κατάργηση του αυτεπάγγελτου («Σεμινάριο για κουκούλωμα σκανδάλων και επαναφορά των φρονηματικών διώξεων», «Εφ.Συν.», 16/10/2019). Εδώ ενέπιπταν όλα τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου του Δημοσίου (εκτός από το στενό Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τους ΟΤΑ). Οι αντιδράσεις υπήρξαν σφοδρές όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά κυρίως από την Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος.

Τελικά, με τη νέα τροποποίηση, η φωτογραφική διάταξη της εκ προοιμίου αμνήστευσης των αδικημάτων που διαπράττουν στελέχη τραπεζών αποτυπώνει πλήρως τον αρχικό στόχο της Ν.Δ. και όλων εκείνων που είτε έλαβαν είτε έδωσαν τα «θαλασσοδάνεια», τινάζοντας στον αέρα την οικονομία της χώρας.

Οι τράπεζες, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν τόσες φορές με χρήματα των πολιτών και με αντίτιμο τα σκληρά μνημόνια, βρίσκονται πλέον στο απυρόβλητο και όλες οι υποθέσεις που έφτασαν ή επρόκειτο να φτάσουν στη Δικαιοσύνη τινάζονται στον αέρα, εκτός εάν οι ίδιες οι διοικήσεις των τραπεζών υποβάλουν μηνύσεις (μέσα σε διάστημα 4 μηνών) κατά των στελεχών τους!

Η αρχή της ισότητας

Εάν ο Ποινικός Κώδικας προέβλεπε την αυτεπάγγελτη δίωξη κατά των τραπεζών -δεδομένου του συστημικού ρόλου που παίζουν στην ελληνική οικονομία-, θα ήταν απολύτως συμβατό με το Σύνταγμα διότι πρόκειται για δημόσιο συμφέρον. Το να εξαιρούνται όμως αποκλειστικά οι τράπεζες από τις αυτεπάγγελτες εισαγγελικές διώξεις παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ισότητας και προσβάλλει βάναυσα την κοινή λογική.

Είναι πλέον φανερή η αρχική στόχευση των αλλαγών που επιδίωξε η κυβέρνηση, δεδομένου ότι για τα «θαλασσοδάνεια» που πήρε κατά κύριο λόγο το κόμμα της Ν.Δ. (και του ΠΑΣΟΚ) και που θα χρειαστούν έναν αιώνα για να ξεπληρωθούν, όπως και τα δάνεια των στρατευμένων φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ ή των με δόλο πτωχευμένων επιχειρήσεων, δεν θα υπάρξει κανένας ένοχος και καμία τιμωρία.

Η ίδια ατιμωρησία φυσικά θα υπάρξει και για όσα ανάλογα φαινόμενα συμβούν στο μέλλον. Η κυβέρνηση των αξίων και των αρίστων περιφρουρεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα γνωστά συμφέροντα. Η απορία όμως για τους έγκριτους νομικούς και δικαστικούς λειτουργούς που συγκρότησαν τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και φτάνουν σήμερα να καταστρατηγούν το Σύνταγμα παραμένει.

Στην εκτενή δήλωσή του για τις αλλαγές στον νέο Ποινικό Κώδικα ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας ουδόλως φυσικά προβληματίζεται (και) για την καταπάτηση του άρθρου 4 του Συντάγματος. Οπως αναφέρει, «το σημείο αιχμής του νομοσχεδίου ήταν το ζήτημα του αδικήματος της απιστίας.

Ετσι, σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, για τον καταλογισμό (άσκηση ποινικής δίωξης) του αδικήματος της απιστίας ως προς τα τραπεζικά στελέχη (και ειδικά αυτά που χορηγούν δάνεια) απαιτείται η προηγούμενη έγκληση. Δηλαδή, απαιτείται ο θιγόμενος (η τράπεζα) να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά κατά του τραπεζικού στελέχους. Αντιθέτως, ως προς όλες τις άλλες περιπτώσεις η ποινική δίωξη είναι αυτεπάγγελτη».

Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες αλλαγές, στις οποίες έχουμε αναφερθεί και θα επανέλθουμε, σημειώνουμε ότι εξακολουθεί να απουσιάζει η δυνατότητα κοινωφελούς εργασίας αντί έκτισης ποινής, παραμένουν οι σκληρότερες διατάξεις για αδικήματα που θεωρούνται διασάλευση της τάξης κ.λπ. Διατηρείται η διεύρυνση με πολύ ασαφή όρια των αδικημάτων που εμπίπτουν στον όρο τρομοκρατία.

Μετατρέπεται σε κακούργημα η κατοχή εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών όταν τελείται στο πλαίσιο διατάραξης της κοινής ειρήνης. Τέλος, προστέθηκε και διάταξη που προβλέπει πως η ποινή που θα πάρει κάποιος (κρατούμενος) για έγκλημα που τελεί σε άδεια (π.χ. παραβίαση) δεν θα συγχωνεύεται και θα εκτίεται κανονικά. Πηγή: «Εφημερίδα των Συντακτών» – Ρεπορτάζ: Άντα Ψαρρά