Έφυγε από τη ζωή η διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά

«Όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα»...... Η αυτοβιογραφία της Κικής Δημουλά.......

Έφυγε από τη ζωή η διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά
Έφυγε από τη ζωή η διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά

«Όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα»...... Η αυτοβιογραφία της Κικής Δημουλά.......

Σε ηλικία 89 ετών, έφυγε από τη ζωή η σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, που νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση της τελευταίες ημέρες στη ΜΕΘ ιδιωτικού θεραπευτηρίου.

Η ποίησή της, έφερε σημαντικό συναισθηματικό φορτίο, με το έργο της να επικεντρώνεται στη στέρηση, την απώλεια, τη συναισθηματική ματαίωση.

Και όμως στο τέλος άφηνε πάντα ένα αίσθημα κάθαρσης και λύτρωσης.

Ταυτόχρονα δημιουργούσε λέξεις με μεγάλη ευρηματικότητα για να εκφράσει όσα ήθελε να πει.

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ

Βρέχει... Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ μόνη πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι. Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή. Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή, βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ τὸν βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας. Κοιτάζει... Κι ὅλο ἀλλάζει στάση, σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της, ἕνα ἀνυπέρβλητο, νά ῾χει σταθεῖ μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει. Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς ―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει― ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα. Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη. Κοιτάζει... Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τὰ δίνει στὴ βροχὴ πιάνει σταγόνες φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη γιὰ πράγματα χειροπιαστά. Κοιτάζει... Καί, ξαφνικά, σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι», κάνει νὰ πάει μέσα. Ποῦ μέσα ― μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ καὶ μόνη πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.

Η μεγάλη ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1931, με καταγωγή από την Καλαμάτα.

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, προσελήφθη ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία εργάστηκε επί 25 χρόνια, έως το 1974, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Για μια οκταετία εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού Κύκλος, που εξέδιδε η τράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της.

Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά (1921-1986), ο οποίος εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).

Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973.

Είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).

Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με την ποιητική συλλογή Ποιήματα, την οποία αποκήρυξε έπειτα από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία.

Από τότε εξέδωσε ενδεικτικά τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές:

  • Έρεβος (1956)
  • Ερήμην (1958)
  • Επί τα ίχνη (1963)
  • Το λίγο του κόσμου (1971)
  • Το τελευταίο σώμα μου (1981)
  • Χαίρε ποτέ (1988)
  • Η εφηβεία της λήθης (1994)
  • Ενός λεπτού μαζί (1998)
  • Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση 1998)
  • Ήχος απομακρύνσεων (2001)
  • Χλόη θερμοκηπίου (2005)
  • Συνάντηση (Ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, 2007)
  • Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
  • Τα εύρετρα (2010)
  • Άνω τελεία (2016)

Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή "Το λίγο του κόσμου", το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή "Χαίρε ποτέ", το 1996 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή "Η εφηβεία της λήθης" και το 2001 με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας.

Οι βραβεύσεις για την Κική Δημουλά συνεχίστηκαν το 2009 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, επίσης, για το σύνολο του έργου της.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου (Αγγλικά Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά, Σουηδικά κ.ά.).

Η Κική Δημουλά επέδειξε και ένα μικρό σε έκταση αφηγηματικό έργο, μία επιλογή του οποίου περιέχεται στο βιβλίο "Εκτός Σχεδίου" (2005).

Κυκλοφορούν, επίσης, η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της, με τίτλο «Ο Φιλοπαίγμων Μύθος» (2004) και η ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία, με τίτλο «Έρανος σκέψεων» (2009).

Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».

Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή Χαίρε ποτέ ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.

Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μία ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνο έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μία αέναη κινητικότητα του αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.

Συνεχή και αδιάλειπτα είναι τα σχόλια που αφορούν την απώλεια του χρόνου και τη φθορά, που αυτή η απώλεια συνεπάγεται, και διάχυτη η υπαρξιακή αγωνία.

Χαρακτηριστική είναι η γλωσσική της τόλμη που συχνά την οδηγεί σε μία ιδιαίτερα ευρηματική λεξιπλασία.

Η ποίηση της Δημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα. Που έφτιαξα από πτώσεις. Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.

(Το τελευταίο σώμα μου, 1981) …....

Βαθεία Αύλαξ – Κική Δημουλά

Καληνύχτα… Με κούρασε πολύ η Κυριακή. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Με κούρασε κι αυτός ο γάμος «στις οκτώ», ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μίαν - κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.

Κι ύστερα όλα αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα μεγάλωσαν την κούραση. Μπορεί να έφταιγε ο καιρός, κάτι σαν φθινοπωρινός και λίγο σαν χαμένος. Μπορεί να φταίξανε οι νέες και οι έφηβοι. Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε, και με κούρασαν.

Αλλά και αυτά των κυριών τ’ άρρωστα μάτια – τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω από άλλα μάτια. Είδα να ΄χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες - καιροί αλιείς.

Αδιέξοδες κυρίες… Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει. Εκείνο το εις σάρκαν μίαν ακόμη δεν μου επέστρεψε τη σκέψη- κορίτσι ακόμη η σκέψη, ταξιδεύει μ΄ άσπρα ανοιχτά σεντόνια. Αλλού εγώ και αλλού η σκέψη, μεγάλη πάντα κούραση. Με κούρασε πολύ αυτό το “πάντα”. Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις , θαρρώ “βαθεία αύλαξ” λέει. Ναι. Βαθεία αύλαξ από τη συλλογή

Καληνύχτα. Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα. Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση, κι αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις.

Καληνύχτα. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου. Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου. Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι στο πάνω πάνω ράφι που δεν φτάνω.

Περιέχεται στη συλλογή "Το λίγο του Κόσμου", (Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1972).

Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της η Κική Δημουλά έγραψε για τη ζωή της:

«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ' αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.

Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ' έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931.

Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα». Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς» και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά». Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός.

Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ' ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».

Άφησα να μην Ξέρω - Κική Δημουλά

Aπό τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα. Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν πλάι στα παιδικά μου χρόνια: έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι. Tο κράτησα ώς τώρα αχάλαστο ανεξήγητο, γιατί ώς τώρα δυο λογιών κρασάκι έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν. Συμβίωσα σκληρά μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει και δεν τον ρώτησα ποτέ ποιας φωτιάς γιος είναι, σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του, του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο με θυσία και με στέρηση. Mε το αίμα που μου δόθηκε για να τον εξηγήσω. Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση έτσι το δέχτηκα κι έτσι τ' αποχωρίστηκα: με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση. Aίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. Άφησα να μην ξέρω πώς λύνεται ένα χθες, ένα εξαρτάται, το αίνιγμα των ασυμπτώτων. Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως να σε διακρίνω. Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου. Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι, πηγή αν είσαι ή κρήνη, θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα που, Πηνελόπες και όχι, μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού για να δοξάζεται το αίνιγμα πώς μένουμε αξεδίψαστοι.

Aπό τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Aναμάρτητη: αξεδίψαστη. Στο αίνιγμα του θανάτου πάω ψυχωμένη.

"Το λίγο του κόσμου", Α´ εκδ. 1971, Β´ εκδ. Στιγμή, 1994

«Σαν μια στάλα μελάνι σε μαντήλι η θλίψη απλώνει...» Μονάχα αυτός ο στίχος του Σεφέρη ταιριάζει απόψε, στο πικρό κατευόδιο της σπουδαιότερης σύγχρονης Ελληνίδας ποιήτριας.....

Αντίο στην μεγάλη ποιήτρια..... την ευγνωμονούμε......