Καλό μήνα!! Καλώς Ήρθες Ιούνιε!! Καλό Καλοκαίρι!!
Καλό μήνα!! Καλώς Ήρθες Ιούνιε!! Καλό Καλοκαίρι!!
«Καλό καλοκαίρι», καθένας μας κι ένας διαφορετικός αποδέκτης!!
Ας κρατήσουμε αυτή την παιδική ευχή βαθιά μες στην καρδιά μας......
και να την ανασύρουμε κάθε φορά που θα σκοτεινιάζουμε στο θερινό λιοπύρι, εκεί ας ταξιδεύουμε τις ώρες της περισυλλογής μας.
Mykonos Ticker
Ονοματοδοσία και Έθιμα
Από λαογραφικής πλευράς ο μήνας Ιούνιος λέγεται Θεριστής, γιατί τότε σε πολλά μέρη θερίζουν τα σπαρτά, αφού τον Ιούνιο ξεκινούν οι μεγάλες δουλειές των γεωργών. "Θέρος, τρύγος, πόλεμος" λέει ο λαός μας.
«Αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή», αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και το θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Στα Γρεβενά αναφέρεται ως Κερασάρης και στον Πόντο ως Κερασινός επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» [τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς] των ήμερων σύκων ονομάζεται Ορνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη.Κληδών (γεν. κληδόνος) στην αρχαιότητα σήμαινε οιωνός ή προμήνυμα. Ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης μας περιγράφει: «Την παραμονή της γιορτής του Αϊ-Γιάννη πηγαίνει ένα παιδί που ζουν και οι δυο γονείς του (αμφιθαλές) και φέρνει «αμίλητο» νερό στο σπίτι όπου έχουν συμφωνήσει να γίνει ο Κλήδονας. Το αμίλητο νερό το βάζουν σε μια στάμνα και μέσα ρίχνουν τα ριζικάρια, δηλαδή από ένα φρούτο ή κάποιο μικροαντικείμενο, με ένα χαρακτηριστικό σημάδι, για να ξεχωρίζει ο κάτοχός του. Σκεπάζουν έπειτα το σταμνί μ’ ένα κόκκινο πανί, βάζουν πάνω μια κλειδαριά (εξ ου και η εσφαλμένη γραφή Κλείδονας) και το αφήνουν τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο για να «αστρονομηθεί», να δεχτεί τη μαγική επήρεια των άστρων. Την επαύριο φέρνουν το σταμνί στο σπίτι, μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω κι ένα παιδί, αμφιθαλές και αυτό, βγάζει τα ριζικάρια, ενώ οι άλλοι τραγουδούν ένα αλληγορικό δίστιχο».
Το αρχαιοελληνικό έθιμο του Κλήδονα περιγράφεται ως εξής από τον Ηλία Αναγνωστάκη: «…μια κόρη στο πηγάδι, στο βρύσιμο του Ιούνη και του κλήδονα, είναι η αληθινή πηγή της ζωής, που περιμένει το γυρισμό. Είναι η νέα που στου Αϊ-Γιαννιού, στις 24 του Ιούνη, γίνεται η Καλλινίτσα, πηδά τις φωτιές, ζυμώνει την αλμυροκουλούρα και, τρώγοντάς την, από τη δίψα θα ονειρευτεί μέσα στη νύχτα τον νέο που της προσφέρει την ερωτική δροσιά, το νερό να ξεδιψάσει. Κι ακόμη, είναι η νέα που φέρνει το αμίλητο νερό, ανοίγει τον κλήδονα, ψάχνει τον ήλιο-σύντροφο μέσα στο σκοτεινό, σαράντα οργιές βαθύ, πηγάδι του έρωτα. Και για τους δυο, κόρη και νέο, το νερό κοιμάται, είναι αμίλητο και μόνον λάλον είναι το ύδωρ της μαντικής κατασταλίας του κλήδονα και του στοιχείου: θεριόνερο, νεραϊδόνερο».
Στην Κοζάνη το έθιμο του «Κλήδονα» αναβιώνει κάθε χρόνο στην Αιανή και στο Χρώμιο: «Κάθε 23 Ιούνη το απόγευμα, στην πιο όμορφη και λουλουδένια αυλή ενός σπιτιού, μαζεύονται γυναίκες, παραδοσιακά ντυμένες, για να στολίσουν ένα γκιούμι με λουλούδια. Ταυτόχρονα οι ελεύθερες κοπέλες δένουν στο δαχτυλίδι τους μια κόκκινη κλωστή, το ρίχνουν στο γκιούμι που το γεμίζουν με νερό και τραγουδούν. Την επομένη το απόγευμα μαζεύονται και πάλι οι γυναίκες του χωριού, μια ελεύθερη κοπέλα παίρνει το στολισμένο γκιούμι και με τραγούδια στο δρόμο πάνε στις 3 βρύσες. Εκεί γεμίζουν και αδειάζουν τρεις φορές το γκιούμι και τραγουδούν σε τοπική διάλεκτο. Με τραγούδια καταλήγουν στην πλατεία, με ορχήστρα χορεύουν και ενδιάμεσα στο γλέντι βγάζουνε τα «κλήδονα». Μια ελεύθερη κοπέλα τραβάει μέσα από το γκιούμι ένα δαχτυλίδι που θα αναδείξει την πρώτη κοπέλα που θα αρραβωνιαστεί. Και έτσι το γλέντι συνεχίζεται ως αργά».
Αν και τα έθιμα αυτά της υπαίθρου, που τα κρατούσε ζωντανά στην πόλη η «γειτονιά», σιγά-σιγά λησμονιούνται, οι παλιότεροι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις παιδικές αναμνήσεις μας και τα πηδήματα πάνω από τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη.
Αναμνήσεις που αναβιώνουν κάθε φορά που ακούς τραγούδια όπως εκείνο του Λευτέρη Παπαδόπουλου, για κείνο..... το Σάββατο κι απόβραδο στην Αριστοτέλους που,
«.....φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Αϊ-Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ......»
Ή εκείνο το άλλο του Μάνου Ελευθερίου:
«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονίες, του Αϊ-Γιάννη
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που ‘χουν πεθάνει».