Soccer violence: Ο Βαλκανικός χουλιγκανισμός, η πολιτική και το οργανωμένο έγκλημα - Πώς συνδέονται!!

Soccer violence: Ο Βαλκανικός χουλιγκανισμός, η πολιτική και το οργανωμένο έγκλημα - Πώς συνδέονται!!

Soccer violence: Ο Βαλκανικός χουλιγκανισμός, η πολιτική και το οργανωμένο έγκλημα - Πώς συνδέονται!!

Soccer violence: Ο Βαλκανικός χουλιγκανισμός, η πολιτική και το οργανωμένο έγκλημα - Πώς συνδέονται!!

Ομοιότητες και διαφορές χούλιγκανς και ultras - Ο ρόλος των οπαδών στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. 

Αν και το ποδόσφαιρο θεωρείται στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ως ο βασιλιάς των σπορ και να προκαλεί ενθουσιασμό ιδίως στον ανδρικό πληθυσμό, για τον θρυλικό Ιταλό προπονητή Αρίγκο Σάκι το ποδόσφαιρο είναι «το πιο σημαντικό από τα ασήμαντα πράγματα στη ζωή».

Αυτή η σημαντικότητα του ποδοσφαίρου για κάποιους, έχει προκαλέσει όχι μόνο χαρά, ευχαρίστηση και υπερηφάνεια, αλλά και μίσος, πόλεμο και θάνατο. Τελευταίο τραγικό δείγμα, ο θάνατος του φιλάθλου της ΑΕΚ, Μιχάλη Κατσουρή, από Κροάτες χούλιγκαν.

Η λέξη χούλιγκαν εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή στις εκθέσεις της αστυνομίας σε μια δίκη στο Λονδίνου το 1894 κάνοντας αναφορά στο όνομα μιας συμμορίας νεαρών στην περιοχή Λάμπεθ της Βρετανικής πρωτεύουσας, των Χούλιγκαν Μπόις (Hooligan Boys) και αργότερα των Ο’Χούλιγκαν Μπόις (O'Hooligan Boys).

Οι υποστηρικτές των ποδοσφαιρικών ή άλλων αθλητικών ομάδων δεν είναι σίγουρα χούλιγκανς. Όχι τουλάχιστον όλοι.

Μια έκθεση του 2022 από την Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος αναφέρει ότι ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός στα Δυτικά Βαλκάνια συνδέεται στενά με το οργανωμένο έγκλημα και το εμπόριο ναρκωτικών, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Η Κροατία, απ’ όπου προέρχεται η Ντινάμο Ζάγκρεμπ, που είναι χώρα της ΕΕ, δεν ανήκει στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά είναι μια από τις συνιστώσες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας βιώνοντας την εισαγωγή της βρετανικής ασθένειας του χουλιγκανισμού στη δεκαετία του 80.

Αν και ενωμένη η Γιουγκοσλαβία από τον Τίτο, ο εθνικισμός δεν έπαψε να σιγοκαίει εντός της Ομοσπονδίας με αποκορύφωμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 90 και τους πολέμους που ξέσπασαν στην περιοχή.

Στο πλαίσιο του χτισίματος ενός εθνικού προφίλ, οι λαοφιλείς ποδοσφαιρικές ομάδες της περιοχής απέκτησαν πιστούς οπαδούς, οι εθνικές ομάδες τους υποστηρίζονταν με υπερηφάνεια, ενώ οι ποδοσφαιριστές-σταρ που έπαιζαν στο εξωτερικό αποθεώνονται στην πατρίδα τους και στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου.

Ωστόσο, το εθνικιστικό συναίσθημα έγινε η αρνητική εικόνα μιας πολυτάλαντης ποδοσφαιρικά περιοχής, με τους οπαδούς να φωνάζουν ρατσιστικά και εθνικιστικά συνθήματα και να προκαλούν επεισόδια με τους οπαδούς αντίπαλων ομάδων.

Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση που προαναφέρθηκε ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός στη Βαλκανική είναι ένα δυνητικά εκρηκτικό κοκτέιλ λόγω των δεσμών του με την πολιτική, τον εθνοτικό και θρησκευτικό εξτρεμισμό και το οργανωμένο έγκλημα.

Η έκθεση, από την Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, ανέλυσε 122 ομάδες οπαδών ποδοσφαίρου στα Δυτικά Βαλκάνια, εντοπίζοντας 78 σκληροπυρηνικούς Ultras και 21 ομάδες που επιδίδονται σε ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό «και έχουν επίσης δεσμούς με την πολιτική ή/και το οργανωμένο έγκλημα».

Η έκθεση κάνει διάκριση μεταξύ των ultras και των ποδοσφαιρικών χούλιγκανς.

Οι ποδοσφαιρικοί «ultras» σύμφωνα με την έκθεση, ως φαινόμενο και έκφραση ξεκίνησαν από την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και εξαπλώθηκαν στη νοτιοανατολική Ευρώπη τη δεκαετία του 1980. Ενωμένοι με την ακραία και παθιασμένη υποστήριξη του ποδοσφαιρικού τους συλλόγου, οι ultras είναι καλά οργανωμένες ενώσεις οπαδών ποδοσφαίρου, συχνά με ισχυρή προσήλωση σε μια συγκεκριμένη αστική περιοχή, πολιτική ιδεολογία ή εθνοτική ένταξη. Αρχικά, στην Ιταλία οι ultras έβαζαν πανό και σημαίες πολιτικών κομμάτων στα γήπεδα και φώναζαν πολιτικά συνθήματα. Τα πολιτικά και ποδοσφαιρικά πάθη, σε συνδυασμό με ένα είδος φυλετικής προσκόλλησης σε μια συγκεκριμένη συνοικία ή πόλη, μπορούσαν να προκαλέσουν βία, ιδίως εναντίον άλλων ultras.

Από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, αυτοί οι πολιτικοί και τοπικοί δεσμοί έχουν μειωθεί, δίνοντας τη θέση τους σε πράξεις χουλιγκανισμού κατά αντίπαλων ομάδων και της αστυνομίας. Τούτου λεχθέντος, δεν είναι όλα τα μέλη των ομάδων ultras βίαιοι χούλιγκαν. Στην πραγματικότητα, η βία που ασκείται από ορισμένες ομάδες ultras είναι συχνά ο λόγος για τον οποίο οι αφοσιωμένοι οπαδοί εγκαταλείπουν τις ομάδες τους.

Το λεξικό της Οξφόρδης αναφέρεται στον χουλιγκανισμό ως «βίαιη ή θορυβώδης συμπεριφορά από νεαρούς ταραχοποιούς, συνήθως σε συμμορία». Της λέξης «χουλιγκανισμός» προηγείται συχνά η λέξη «ποδόσφαιρο».

Ο εξτρεμισμός, τα καλά επίπεδα οργάνωσης και η πολιτική ταυτότητα είναι τυπικά χαρακτηριστικά τόσο των ultras όσο και των ομάδων χούλιγκαν. Αλλά ενώ οι ultras προσδιορίζονται από τη φανατική αφοσίωση των μελών τους στην ομάδα τους, οι χούλιγκανς είναι απλώς πρόθυμοι για βία, υποκινούμενοι από εξτρεμισμό ή εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες με το πρόσχημα ότι είναι οπαδοί του ποδοσφαίρου.

Εν ολίγοις, ο χουλιγκανισμός αναφέρεται σε μια «έννοια-κάλυμμα που προορίζεται να αντιπροσωπεύσει ένα μάλλον βίαιο τμήμα των ultras, οργανωμένο σε ομάδες που εκδηλώνουν μια εξτρεμιστική εθνική, θρησκευτική ή πολιτική ταυτότητα μέσω της χρήσης λεκτικής ή/και σωματικής βίας και μέσω δραστηριοτήτων που προκαλούν «ζημιά» διαφόρων ειδών και έκτασης στην κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διάπραξης εγκλημάτων, παντός τύπου.

Χούλιγκαν και πολιτική

Η σύνδεση με την πολιτική αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια, ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν εμφανίστηκαν ομάδες ultra και χούλιγκαν με φόντο τις αυξανόμενες εθνικιστικές εντάσεις εντός της Γιουγκοσλαβίας. Μέσω συνθημάτων, πανό και βίας, οι οπαδοί του ποδοσφαίρου έπαιξαν το ρόλο τους στη διάλυση της χώρας.

Εκατοντάδες από αυτούς κατατάχθηκαν στη συνέχεια στο στρατό ή σε παραστρατιωτικές ομάδες, είτε πρόκειται για Κροάτες, είτε για υπερασπιστές του Σαράγεβο, είτε για Σέρβους, ιδίως στη διάσημη παραστρατιωτική ομάδα με το όνομα Τίγρεις. Ο αρχηγός τους, ο διαβόητος «Αρκάν», είχε αναλάβει το 1989 από το καθεστώς Μιλόσεβιτς να είναι επικεφαλής των φανατικών οπαδών του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου, ώστε η δυναμική τους για καταστροφική βία να μην ξεσπάσει εναντίον του Μιλόσεβιτς, αλλά να διοχετευθεί για την «υπεράσπιση» των εθνικών συμφερόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ως εκ τούτου, οι οπαδοί θεωρούνται πολλές φορές ως κοινωνικοί φορείς των οποίων η ικανότητα κινητοποίησης, μεταξύ άλλων και για πολιτικά ζητήματα, είναι αδιαμφισβήτητη, χωρίς να είναι πάντα απαραίτητη η χρήση βίας.

Χούλιγκαν και οργανωμένο έγκλημα

Η έκθεση από την Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, κατά τη διαπίστωση των δεσμών μεταξύ των ultras και του οργανωμένου εγκλήματος εξετάζει γιατί οι νέοι - κυρίως άνδρες - εντάσσονται σε τέτοιες ομάδες.

«Ορισμένοι νέοι συμμετέχουν σε ομάδες ultras με την πεποίθηση ότι η ιδιότητα του μέλους είναι μια ευκαιρία να κερδίσουν εύκολα χρήματα πουλώντας ναρκωτικά», δηλώνει ένας οπαδός, προσθέτοντας ότι ένας νέος που πουλάει ναρκωτικά μπορεί να εφοδιαστεί με ένα σκούτερ για να το «κρατήσει ως κούριερ».

«Για τους εγκληματίες που είναι ενσωματωμένοι σε ομάδες ultras, οι έφηβοι είναι χρήσιμοι επειδή μπορούν να πουλήσουν ναρκωτικά σε συνεργασία με φίλους, είναι πρόθυμοι να αποδείξουν την αξία τους και είναι εύκολο να τους χειραγωγήσουν", αναφέρει η έκθεση, εξηγώντας επίσης ότι, «ως ανήλικοι, αντιμετωπίζονται πιο επιεικώς από το νομικό σύστημα δικαιοσύνης όταν συλλαμβάνονται».

Επιδεικνύοντας αφοσίωση, οι νέοι μπορεί στη συνέχεια να ασχοληθούν με «την πώληση σκληρότερων ναρκωτικών, την παροχή ασφάλειας σε ομαδικές εκδηλώσεις, πολιτικές συγκεντρώσεις ή νυχτερινά κέντρα, την ταχυμεταφορά μηνυμάτων και την εκβίαση», κερδίζοντας περισσότερα χρήματα. Θα μπορούσαν «ενδεχομένως να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση και να κερδίσουν ακόμη και προστασία από τη δίωξη».

«Η οικογένεια ενός «πιστού» μπορεί να λάβει οικονομική βοήθεια από την ομάδα των ultras, αν έχει προβλήματα με το νόμο», σημειώνεται επίσης στην έκθεση.

Σ’ αυτή τη διαδικασία, της εγκληματικής «ενηλικίωσης», οι νέοι συχνά πρέπει να δείξουν ότι είναι έτοιμοι να ασκήσουν βία. Για παράδειγμα, «για να γίνει κάποιος μέλος της διαβόητης ultra United Force, στο Βελιγράδι, συνηθίζεται να μαχαιρώνει κάποιον με μαχαίρι» ενώ στους «πρίγκιπες» πρέπει να ματώσουν ένα άλλο άτομο για να οικοδομηθεί «η εμπιστοσύνη εντός της ομάδας».

Αντιμετώπιση

Η έκθεση δεν μένει στα λόγια και συστήνει στους τοπικούς, περιφερειακούς και διεθνείς φορείς να αντιμετωπίσουν τον χουλιγκανισμό εστιάζοντας στη σύνδεσή του με το οργανωμένο έγκλημα.

Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να «ενισχύσουν τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά μέτρα για την πρόληψη του χουλιγκανισμού» και να συνεργαστούν με χώρες που είχαν προβλήματα με τον χουλιγκανισμό, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Ολλανδία.

Συστήνει στην αστυνομία να διερευνά πιθανούς χούλιγκαν του ποδοσφαίρου μέσω αναφορών στα μέσα ενημέρωσης και την εμπλοκή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς οι ομάδες αυτές χρησιμοποιούν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για να επικοινωνούν τις δραστηριότητές τους.

Η έκθεση συνιστά την καλύτερη κατάρτιση των αρχών επιβολής του νόμου για την αντιμετώπιση της βίας των χούλιγκαν και την αποφυγή συμφωνιών για την απολογία, εκτός εάν υπάρχει «χαμηλός κίνδυνος ο δράστης να επαναλάβει το ίδιο ή διαφορετικό ποινικό αδίκημα».

Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δεν θα πρέπει να ανέχονται ρατσιστικό ή εθνικιστικό λόγο στο γήπεδο, λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο 10 σημείων της UEFA για την καταπολέμηση του ρατσισμού στο ποδόσφαιρο, καθώς και την προώθηση του «δίκαιου ανταγωνισμού και της ηθικής». Οι επιχειρήσεις που πωλούν ποδοσφαιρικά είδη μπορούν επίσης να βοηθήσουν με το να κρατούν αποστάσεις από τις ομάδες χούλιγκαν.

Τέλος, η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να αυξήσει την ευαισθητοποίηση δουλεύοντας άμεσα με τους νέους που μπορεί να είναι ευάλωτοι στον χουλιγκανισμό, καθώς και με τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους και τις ομάδες οπαδών. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των ultras και των χούλιγκαν κατά την ενημέρωση.